Κείμενο στη Lifo:
Το θρυλικό εστιατόριο «Γρα-Γρου» της Βόρειας Ελλάδας έγινε συναρπαστικό κόμικ
Μια πρωτότυπη ιστορία που αναμειγνύει με μαεστρία στοιχεία του φανταστικού με πραγματικά ιστορικά γεγονότα, ιδανικό παράδειγμα της νέας εποχής του ελληνικού κόμικ
Το «Γρα-Γρου» είναι ένα καινούργιο κόμικ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ίκαρος, μια ιστορία των Γιάννη Παλαβού και Τάσου Ζαφειριάδη που εικονογράφησε ο Θανάσης Πέτρου. Η υπόθεσή του αφορά τις ιστορίες μοναχικών ανθρώπων που τους στοιχειώνει ένα γεφύρι σε ένα ερημικό και ξεχασμένο χωριό στα κρύα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας. Αυτά είναι αρκετά για να μην κάνουμε spoiler, μια και στο συγκεκριμένο έργο υπάρχει έντονο το στοιχείο της έκπληξης.
Για κάποιον που έχει ζήσει στην Αθήνα ή στη Νότια Ελλάδα ο περίεργος τίτλος του κόμικ δεν θυμίζει τίποτα. Για όσους όμως είναι από τη Βόρεια Ελλάδα ή έχουν ζήσει εκεί, το «Γρα-Γρου» αποτελεί σύμβολο μιας παλιάς εποχής.
«Ήταν ένα μικρό εστιατόριο στην παλιά εθνική οδό Βέροιας-Κοζάνης» λέει ο Γιάννης Παλαβός. «Χτίστηκε το 1925 έξω από το χωριό Καστανιά, στο Βέρμιο, από Σανταίους πρόσφυγες. Άλλαξε διάφορες χρήσεις: αρχικά ήταν χάνι, έπειτα κουρείο και τελικά έγινε εστιατόριο ονομαστό στη Βόρεια Ελλάδα. Επί ογδόντα χρόνια, το “Γρα-Γρου” ήταν το διάλειμμα για αναρίθμητους οδηγούς από τις ατέλειωτες στροφές του Βερμίου. Ήταν κάτι σαν καταφύγιο. Από κει περνούσαν καθημερινά εκατοντάδες αυτοκίνητα έως το 2004, οπότε άνοιξε η Εγνατία Οδός και το κτίριο κατεδαφίστηκε. Δεν υπάρχει ταξιδιώτης που να μην το νοσταλγεί».
Οι δημιουργοί του έχουν χτίσει μια σοβαρή ιστορία μυθοπλασίας που αναμειγνύει με μαεστρία στοιχεία του φανταστικού με πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Ο συμβολισμός του γεφυριού, που είναι ο άλλος πρωταγωνιστής του έργου, πέρα από το εστιατόριο, θίγει με έμμεσο τρόπο πολλές καταστάσεις από τη σύγχρονη κοινωνία.
Ο Γιάννης ακόμη θυμάται τα συγκλονιστικά φαγητά που έφτιαχναν εκεί, τη φασολάδα και την κοτόσουπα. «Έχω έντονες αναμνήσεις από το ρυζόγαλο που τρώγαμε, από το πάτωμα που έτριζε, από τα κάδρα στους τοίχους –ιδίως τη “Σκάλα της ζωής του άντρα”–, από τη σόμπα που “μπουμπούνιζε”, από τα τζάμια που τα θόλωνε το κρύο και, φυσικά, από τους ιδιοκτήτες του».
Το είχαν βαφτίσει έτσι παράξενα «από το γρύλισμα των μηχανών στην ανηφόρα», αναφέρει ο Τάσος Ζαφειριάδης. Αυτό ήταν, όπως μας είπαν, το βασικό έναυσμα για την ιστορία του κόμικ, όπως και η μοναδική τοποθεσία του.
«Νομίζω ότι η πρώτη εικόνα που είχα ήταν αυτή του πέτρινου γεφυριού που χάνεται στην ομίχλη. Όταν κόλλησε αυτή η εικόνα με την Καστανιά, όλα άρχισαν με μαγικό τρόπο να μπαίνουν στη θέση τους και να συμπληρώνουν την ιστορία: το εκκλησάκι του Αγίου Χριστόφορου απέναντι από το Γρα-Γρου, το ποντιακό στοιχείο, η σύγχρονη Εγνατία Οδός με τις κοιλαδογέφυρές της που παρέκαμψε το χωριό, μια γέφυρα στη Βέροια που αποδίδεται εσφαλμένα στον Οθωμανό αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν, αλλά και τα κουδαρίτικα, η συνθηματική γλώσσα των μαστόρων. Κλείδωσαν όλα μεταξύ τους με τρόπο που δεν μπορούσα να φανταστώ στην αρχή».
Οι δημιουργοί του έχουν χτίσει μια σοβαρή ιστορία μυθοπλασίας που αναμειγνύει με μαεστρία στοιχεία του φανταστικού με πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Ο συμβολισμός του γεφυριού, που είναι ο άλλος πρωταγωνιστής του έργου, πέρα από το εστιατόριο, θίγει με έμμεσο τρόπο πολλές καταστάσεις από τη σύγχρονη κοινωνία. Το κέντρο βάρους πέφτει και στο ρεαλιστικό σκίτσο του Θανάση Πέτρου.
«Μια βασική διαφορά με τις προηγούμενες δουλειές μου είναι ότι το lettering είναι χειρόγραφο και όχι στον υπολογιστή, οπότε υπάρχει μεγαλύτερη συνάφεια μεταξύ του κειμένου και του σχεδίου. Από κει και πέρα, βασικό μου μέλημα ήταν να δημιουργήσω μια ατμόσφαιρα πειστική και αληθοφανή στα μάτια του αναγνώστη, που να ακολουθεί σκηνοθετικά και αισθητικά το πνεύμα της ιστορίας» λέει και, όπως το μαρτυρούν οι σελίδες, το έχει πετύχει. Έχει πιάσει ακριβώς την ατμόσφαιρα και τον ρυθμό της ιστορίας, αλλά κυρίως το «σκληρό» κλίμα της περιοχής.
Με αφορμή αυτό, όμως, οι δημιουργοί του βρήκαν την ευκαιρία να ξεπεράσουν και ένα παλιό τους απωθημένο, το να ντύσουν ένα κόμικ με μουσική ώστε να αποτελεί μια πιο ολοκληρωμένη πρόταση. Επομένως, στις πρώτες σελίδες του ανακαλύπτεις ότι έχει και το δικό του σάουντρακ, επτά ορίτζιναλ κομμάτια που έχει συνθέσει ο Μιχάλης Σιγανίδης, εμπνευσμένα από την υπόθεση.
Σκέφτομαι αν θα μπορέσει να αποτελέσει ιδανικό παράδειγμα της στροφής που κάνουν τελευταία οι Έλληνες δημιουργοί σε ελληνοκεντρικά θέματα και το κατά πόσο τα ελληνικά κόμικς αλλάζουν. Είναι τόσο προσεγμένη δουλειά, που μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα σε ευρωπαϊκά ή αμερικανικά graphic novels και αν έχει τύχη, να βγει και σε άλλη αγορά, εκτός της χώρας του. Αν και δεν είναι ακόμα ευδιάκριτη η πορεία που θα πάρει η ελληνική «σκηνή» των κόμικς, όπως αναφέρει ο Θανάσης Πέτρου.
«Ο όρος “σκηνή” υπονοεί κάποια κοινά χαρακτηριστικά, κάποιες αισθητικές τάσεις ή υφολογικές επιλογές, γεγονός που, καλώς ή κακώς, δεν είναι διακριτό σε γενικές γραμμές στα ελληνικά κόμικς. Δημιουργοί, κυρίως σχεδιαστές και λιγότερο σεναριογράφοι πάντοτε υπήρχαν και συνεχώς εμφανίζονται νέοι και πολύ ταλαντούχοι.
Τα τελευταία χρόνια μάλιστα παρατηρείται πολύ μεγάλη αύξηση στον χώρο των αυτοεκδόσεων, τις οποίες όμως, μια και συνήθως δεν έχουν διανομή, είναι δύσκολο να τις βρει το αναγνωστικό κοινό ‒ μόνο στο πλαίσιο κάποιων φεστιβάλ ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε κάποια εξειδικευμένα βιβλιοπωλεία. Το ζήτημα είναι να υπάρχουν εκδότες οι οποίοι θα υποστηρίξουν και θα προωθήσουν τις νέες δημιουργίες. Τελευταία έχουν μπει και μεγάλοι εκδότες στον χώρο των κόμικς, οπότε μόνο καλό θα κάνει αυτή η αλλαγή τακτικής».
Μαρία Παππά
13.12.2017