Το κείμενο που έγραψε ο συγγραφέας Γιάννης Καισαρίδης ειδικά για την παρουσίαση του Γρα-Γρου στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας την Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018, δημοσιεύεται για πρώτη φορά εδώ με την ευγενική άδεια του συγγραφέα.
Μπορείτε να δείτε το βίντεο της παρουσίασης εδώ.
Το Γρα-Γρου πρέπει να μείνει ανοιχτό
Προς Αρχηγό Δυτικής Στρατιάς τουρκικών δυνάμεων: «Θεωρώ καθήκον επιβεβλημένον να εκθέσω λεπτομερώς όλην την κρισιμότητα της καταστάσεως και την αθλιότητα εις την οποίαν έχει περιήλθεν το στράτευμά μας. Η ηθική εξασθένησις είνε σχεδόν γενική… Αι υπό τας διαταγάς μου δυνάμεις δεν είνε πλέον παρά εις πανικόβλητος όχλος. Ευρισκόμενος εις θανάσιμον και άνισον εμπλοκήν μετά του Ελληνικού στρατού, παρακαλώ όπως με απαλλάξητε της βαρυτάτης ευθύνης…»
Χασάν Ταχσίν Πασάς, Αρχηγός τουρκικών δυνάμεων
Υψώματα Καστανιάς Βερμίου, 13 Οκτωβρ 1328 (1912)
«Διαταγή επιχειρήσεων 15ης Οκτωβρίου 1912, Καστανιά Βερμίου: Μεραρχίες ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV και VI τού Ελληνικού στρατού κινηθούν προς στενά Τριποτάμου, Ξηρολιβάδου κ Βρωμοπήγαδου, με κατεύθυνση τη Βέροια».
1917. Λέγεται ότι οι Γάλλοι, κατά το πέρασμά τους από την περιοχή μας, στη διάρκεια του Α΄ Π. Π., υλοτόμησαν το δάσος καστανιάς στα υψίπεδα της σημερινής Καστανιάς, μετέφεραν την ξυλεία, με το τρενάκι Ντεκοβίλ, στον σιδηροδρομικό σταθμό Βεροίας και από εκεί την προώθησαν στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα, προκειμένου να στήσουν ή/κ να ενισχύσουν χαρακώματα.
20 Ιουλίου 1924. Ιδρύεται από Σανταίους πρόσφυγες, 42 οικογένειες, η Καστανιά. Η περιοχή ομοιάζει με τη χαμένη τους πατρίδα στον Πόντο. Φόβος ελονοσίας, ουδείς. Πρώτα κατασκευάζουν όλοι μαζί τα σπίτια οικογενειών με παιδιά.
1925. Στο ύψος της Καστανιάς, επί της παλαιάς εθνικής οδού Βέροιας-Κοζάνης [παλαιότερα, και Βέροιας-Αθηνών], χτίζεται ένα μικρό χάνι. Αργότερα λειτουργεί ως κουρείο και τελικά ως εστιατόριο. Το Γρα-Γρου. Για χρόνια θα λειτουργήσει υπό τη διεύθυνση της οικογένειας τού Χρήστου Χειμωνίδη. Αργότερα θα περάσει στα χέρια της οικογένειας τού Γεωργίου Λιανίδη και θα κλείσει τον κύκλο του στα χέρια της οικογένειας Τριανταφυλλίδη.
ΦΩΤΟ: Πρόσκοποι: «31 Αυγούστου 1930. Ενθύμιον της θερινής εν Καστανιά κατασκηνώσεως σώματος Προσκόπων Βεροίας εις θέσιν Γρα-Γρου.»
1931. Ο Λεωνίδας Iασωνίδης προτείνει τον επανενθρονισμό της Παναγίας Σουμελά σε κάποια περιοχή της Eλλάδος: «Aναζητήσωμεν εν ταις Nέαις Xώραις παλαιάν τινά Σταυροπηγιακήν Mονήν, βραχώδη και ερυμνήν, παρεμφερή προς την εν Πόντω ερημωθείσαν, θα μετωνομάσωμεν αυτήν εις «Nέαν Παναγίαν Σουμελά» και θα δώσωμεν αυτήν εις ψυχικήν ανακούφισιν και παρηγορίαν εις τας τριακοσίας πενήντα χιλιάδας των Ποντίων».
Εφημερίς «ΑΣΤΗΡ» Βεροίας, Φύλλο 12ης Δεκεμβρίου 1935
Η πλήξασα την πόλιν μας θεομηνία τής προχθεσινής νυκτός Δευτέρας
Πλήρης περιγραφή τού επί τόπου μεταβάντος συντάκτου μας
«Κολοσσιαίαι καταστροφαί. Εσημειώθησαν κ ανθρώπινα θύματα. Δεκάδες οικιών κατέρρευσαν. Άλλαι παρεσύρθησαν υπό των υδάτων. Υδρόμυλοι και υδροτριβεία κατεστράφησαν ή υπέστησαν μεγάλας βλάβας. Το εργοστάσιον ηλεκτροφωτισμού υπό τα ύδατα. Όλαι αι γέφυραι αι συνδέουσαι τήν πόλιν μέ τάς πέραν τού Τριποτάμου συνοικίας κατεστράφησαν πλήν τής Καραχμέτ.
1951. Το σωματείο «Παναγία Σουμελά», με πρωτοβουλία του Κρωμναίου οραματιστή και κτήτορα Φίλωνα Κτενίδη, θεμελιώνει τη Νέα Παναγία Σουμελά στην Καστανιά. Η εικόνα τοποθετείται στον μικρό ναό που χτίστηκε, το 1952.
Βέροια, Νοέμβριος 1979. Κατακλυσμός. Ραγδαίες βροχοπτώσεις. Ο ποταμός Τριπόταμος φουσκώνει επικίνδυνα. Παρασύρει δέντρα, αυτοκίνητα. Πλημμύρες… Η γέφυρα Καραχμέτ αντέχει άλλη μια φορά.
2004. Κλείνει το Γρα-Γρου. Αμέσως μετά την έναρξη λειτουργίας της Εγνατίας οδού. Λίγο αργότερα, το κτίριο του εστιατορίου κατεδαφίζεται. Δεν υπάρχει ταξιδιώτης που να μην το νοσταλγεί.
Τέλη του 2017. Ανοίγει και πάλι το Γρα-Γρου.
Ο Χώρος, ο Τόπος, δεν είναι μόνον φυσικές, γεωμετρικές διαστάσεις∙ είναι κυρίως βιώματα, κατακλύζεται από ιστορίες συμβάντων, γεγονότων, τα οποία με τους κατάλληλους τρόπους κινητοποιούν τον Άνθρωπο, φέρνοντάς τον πρόσωπο-με-πρόσωπο με τη βαθύτερη σημασία των Πραγμάτων και τη σχέση του με αυτά.
Τα τοπόσημα καταντούν νεκρόσημα, όταν δεν αποδίδεται σε αυτά η αξία που τους αρμόζει, και τότε τα ίχνη χάνονται, δεν υπάρχει συνέχεια, οι δεσμοί -και ό,τι εκπροσωπούν- καταλύονται. Αυτή τη δυναμική τού Χώρου, την επ’ αυτού -και εξ’ αυτού- Ιερότητα του βλέμματος, συχνά η εξουσία τη φοβάται κ γι’ αυτό τν περιορίζει μ λήθη, καταστολή κ περιφράξεις.
Τοπόσημο του τόπου και του χρόνου, ψυχή της περιοχής, το Γρα-Γρου. Επί 80 χρόνια υπήρξε καταφύγιο. Αυτοκινητιστών – ιστοριών – συμβάντων – ανθρώπινων προβλημάτων – γευστικών αναζητήσεων…
Σήμερα, από τα τέλη του 2017, μέσω της προσπάθειας των παιδιών, μέσω του δικού τους τρόπου προσέγγισης [ενσωματώνοντας ιστορίες – πραγματικότητες – φαντασία – τεχνοτροπίες – ήχους – γεύσεις //δηλαδή, κομίζοντας ύλη και υπέρβαση ταυτόχρονα], το Γρα-Γρου καταφέρνει να βρει αλλά και να γίνει και πάλι κα-τα-φύ-γι-ο. Αναδύεται ξανά μέσα από το συναρπαστικό graphic novel τους και συνεχίζει την πορεία του μες στον Χρόνο. Ο Τάσος Ζαφειριάδης, ο Γιάννης Παλαβός και ο Θανάσης Πέτρου έχουν χτίσει ένα πρωτότυπο Εικονογράφημα, ο τρόπος που οργανώνουν το υλικό τους… Οι χρωματικές ενότητες… Το κλίμα μυστηρίου…, μια εξαιρετική δουλειά μυθοπλασίας και εικόνων, αναμειγνύοντας με μαεστρία στοιχεία τού φανταστικού με πραγματικά γεγονότα της ευρύτερης περιοχής, «ιδανικό παράδειγμα της νέας εποχής του ελληνικού κόμικ», λένε οι ειδικότεροι. Όμως το πολυεπίπεδο Γρα-Γρου των παιδιών δεν εξαντλείται στις σελίδες της έντυπης έκδοσης. Γίνεται ακόμη πιο απολαυστικό συνοδεία τού «εικονικού σάουντρακ» που συνέθεσε ο Μιχάλης Σιγανίδης.
Μοναχικούς ανθρώπους τούς στοιχειώνει ένα γεφύρι σε ένα ερημικό πέρασμα, έξω από ένα απομονωμένο χωριό πάνω στα κρύα βουνά τής Κεντρικο-Δυτικής Μακεδονίας. Το γεφύρι [που στην περίπτωσή μας θυμίζει κατά πολύ τη δική μας Καραχμέτ] είναι ο άλλος πρωταγωνιστής του έργου, πέρα από το εστιατόριο. Τα κουδαρίτικα, μια γλώσσα μαγική, το φίλτρο το πολύτιμο για να στεριώσει το γεφύρι… Ένα κορίτσι… Όνειρα… Και όλα μαζί συμβάλλουν (έμμεσα, έτσι όπως αρμόζει στη λειτουργία της Τέχνης) στην ανασύσταση της συλλογικής μνήμης.
Πώς Χώροι και Χρόνοι συνυπάρχουν εντός Ενός;
Πώς το Παρελθόν, βασισμένο στα ίχνη που αποκαλύπτονται στο Παρόν,
προβάλλει ένα πιθανό Μέλλον,
εξοβελίζοντας κάθε είδους ρηχότητα τουριστικής αντίληψης
για έναν Τόπο;
Πώς, μελετώντας και παρατηρώντας ανθρώπους, δημιουργήματα,
Ιστορίες, τοπογραφίες, χρόνους –
πώς, περπατώντας και καταγράφοντας,
ανασυγκροτείται ο Χώρος και ο Χρόνος των Πραγμάτων,
ώστε να γίνουν κατανοητές η συλλογική μνήμη και η ταυτότητα
ενός Τόπου;
Πώς μπορούμε -σε μια εποχή που τα σύνορα πότε αλλάζουν,
πότε ανοίγουν, πότε απαγορεύουν-
να κατανοήσουμε την ουσία των πραγμάτων,
κοιτάζοντας πέρα από αυτά κ α ι προς τις δύο πλευρές τους;
Και το σημαντικότερο, ίσως: πώς δοξάζει και δοξάζεται η σημασία
της απομονωμένης μονάδας (που σταδιακά εξελίσσεται σε «δυναμική»;)
Πώς αυτή επιστρέφει; Πώς ένας νέος κόσμος αναδύεται;
Η Εγνατία οδός παρακάμπτει το Γρα-Γρου και οι πελάτες μειώνονται δραματικά. Όμως ο ηλικιωμένος εστιάτορας δεν πτοείται. Αυτός βρίσκεται εκεί για άλλον λόγο. Φυ-λά-ει τον τόπο. Κρατάει τα κλειδιά τού βυθισμένου στην ομίχλη παράξενου γεφυριού – που στέκεται δίπλα τους χαμένο και αγέρωχο για να χωρίζει το «εδώ» από το «εκεί»… Αυτός παραμένει εκεί για όλους εκείνους που από μιαν ανεξήγητη παρόρμηση, ένα όνειρο που είδαν, μια σκοτεινή επιθυμία, μια τάση φυγής από κάτι που τους στοιχειώνει, ένα βαθιά κρυμμένο μυστικό, τολμούν να αφουγκραστούν, να αντιμετωπίσουν τα αδυσώπητα Γρα-Γρου-Γρανάζια του Χρόνου, που ρέει διαβρωτικά κάτω από τα πόδια όλων μας.
Τα γεφύρια-Γρα-Γρου δεν ενώνουν μόνον τόπους, ενώνουν κυρίως άλλου είδους διαστάσεις χρόνου. Γεφυρώνουν αυτή την αφανή/διαφανή πλευρά της ζωής που λέγεται μεταφορά, μετάσταση, μετάδοση μιας ασυνήθιστης έντασης, που επιτείνεται από την αίσθηση ότι βρίσκεσαι-περνάς ουσιαστικά μια διάβαση, ένα σύνορο, και ότι το Γρα-Γρου ήταν το φυλάκιο-Γεφύρι για να περνάς απέναντι [ίσως όπως η “Σκάλα της ζωής του άντρα” που στόλιζε τον εσωτερικό χώρο του εστιατορίου].
Αυτοί ένιωσα ότι είναι ορισμένοι από τους στόχους που φέρει εις πέρας η (σεβάσμια) τρέλα των παιδιών αυτών:
-Τι υπάρχει απέναντι; [Όποιος περνάει απέναντι, δεν επιστρέφει…;]
-Κάποιος πρέπει να φυλάει το πέρασμα…
Κάτι βαρύ συμβαίνει εδώ. Κάτι βαρύ τούς φέρνει εδώ!
Το Γρα-Γρου πρέπει να μείνει ανοιχτό! Έστω, σαν ένα κβάζαρ μακρινό μα εξαιρετικά λαμπρό και ενεργό, ένας πυρήνας, μια σημειακή πηγή φωτός, μία πυκνή άλως μνήμης που θα περιβάλλει τον τόπο, για να μην περιφέρεται αυτός κι οι άνθρωποί του στο κενό. Όπως μια αόρατη, πλην όμως υπαρκτή, γέφυρα, σαν αυτή που περιγράφεται στο βιβλίο των παιδιών. Για να μην είμαστε εξόριστοι στον ίδιο μας τον τόπο. Για να μην συντελέσουμε κι εμείς -αδιαφορώντας, αγνοώντας ή μη- σε άλλη μία ιστορία αφανισμού. Υπάρχει αυτή η γέφυρα εκεί πάνω. Δεν τη βλέπουμε, παρά μόνο φτάνει πάνω στους παγοκρυστάλλους μας πότε η διάθλαση και πότε η ανάκλαση του φωτός της. Κάποιοι την έχουν διαβεί. Ακόμη κι αν δεν γύρισε κανείς από την άλλη πλευρά, η γέφυρα, το φως της, υπάρχει.
Το Γρα-Γρου πρέπει να μείνει ανοιχτό! Το γεγονός ότι βρισκόμαστε όλοι εδώ σήμερα μαζεμένοι για κάτι [και μάλιστα για κάτι που δεν είναι αριστοκρατικό, «πολιτιστικό αγαθό…», πλούτος υλικός…] που έπαψε να υπάρχει πριν από χρόνια, είναι το μεγαλύτερο κέρδος, η πιο ισχυρή ελπίδα καλλιέργειας της μνήμης. Είμαστε μάρτυρες μιας συγκλονιστικής στιγμής: τι μπορεί να καταφέρει ένα βιβλίο [κάτι απ’ όσα μπορεί να καταφέρει ένα βιβλίο…]!
Τελειώνω (αποδίδοντας τιμή στους ανώνυμους κι επώνυμους αυτοκινητιστές που διέσχισαν τα υψώματα της Καστανιάς, συχνά βρίσκοντας καταφύγιο στην εστία του Γρα-Γρου) με ένα απόσπασμα από, τού 1995, δικό μου κείμενο:
Η τελευταία διαδρομή
Ο Πρόδρομος κουβαλούσε στις φλέβες του αμέτρητες διαδρομές. Άναβε σήμα κάθε τόσο στο αίμα του και ξεκινούσε γι’ άλλη μια φορά, ακόμη και τώρα που ήταν στη σύνταξη.
Ένιωσε σήματα μέσα στο κόκκινο υγρό παιδί ακόμη, όταν είδε στην πλατεία Ωρολογίου το πρώτο φορτηγό: κατηφόρισε αυτό τα υψώματα της πόλης και στάθηκε μπροστά του. Εκείνη την ώρα τού ανέβηκε όλο το αίμα στο κεφάλι. Κρατήθηκε από τον προφυλακτήρα του για να μην πέσει και τότε η μυρωδιά από τα λάδια και τα πετρέλαια της μηχανής χώθηκαν στα ρουθούνια του και δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Έσκυψε τότε και είδε τον θησαυρό που μύριζε καμένα χιλιόμετρα να μπαίνει μέσα του και να παίρνει θέση στις φουσκωμένες του φλέβες.
Έτσι ξεκίνησε την πρώτη διαδρομή. Μ’ ένα γκαζοζέν στο αίμα του έφτιαξε ταξίδια. Μέσα στις φλέβες.
Όταν κάθισε βοηθός, μετά τον πόλεμο, ήξερε απέξω τον δρόμο. Εκεί στα βουνά της Καστανιάς, στα περάσματα της παλαιάς εθνικής οδού, το αίμα τού μαρτυρούσε τον τρόπο και τις δυσκολίες. Στα στενά με τις παγωνιές έσκυβε από κάτω και φορούσε τις αλυσίδες, άλλοτε δίπλωνε το κορμί κόντρα στο χιόνι και έκανε κουμάντο στο αφεντικό που δεν έβλεπε μέσα στις ομίχλες. Και το αίμα εκεί, οδηγός, ποτέ δεν τον πρόδωσε. Μόνο τον έπιανε μια ταραχή και φούντωνε, αναψοκοκκίνιζε και τού ’μεινε το παρατσούκλι να λένε για τα μάγουλα τα κόκκινα, “ο ντροπαλός”, μα που να ξέρουνε.
Δε λάθεψε ποτέ του στο τιμόνι. Το κράτησε στα χέρια του κι όταν τ’ άφησε δε μέτρησε πίσω του μήτε τράκες, μήτε στραπάτσα. Πέρασε από την παλαιά εθνική στην καινούργια, από τσιράκι βοηθός, μετά οδηγός, και τ’ αμάξια στα χέρια του κουρδισμένα.
Κι όλο είχε στο νου του το μεγάλο ταξίδι…
…
Τόπος και Χρόνος, ένα είναι. Κι όλα ίσως να συμβαίνουν ταυτόχρονα, με τη βοήθεια μιας γέφυρας που ενώνει τις δύο πλευρές [Παρόν και Παρελθόν; Τόπο και Χρόνο; Μνήμη και Λήθη; Αλήθεια κι Όνειρο;], σαν τον στρατιώτη τού βιβλίου, που έρχεται από το παρελθόν, διασχίζει τη γέφυρα και πεθαίνει στο παρόν. Ποιος ξέρει; Ίσως όλα να είναι ενδιάμεσα. Κάτι το μεταβατικό. Ένα μετέωρο, ριψοκίνδυνο βήμα πάνω στο λαξευμένο γείσο ενός γεφυριού.
Ας γίνουμε Τόπος. Γέφυρα. Κλαδί. Δέντρο. Καστανιά. Μνήμη.
25-2-2018
Γιάννης Καισαρίδης
(Ευχαριστώ τους: Αμοιρίδη Αριστοτέλη και Περικλή, Δουζένη Σωτήρη, Λιανίδη Δημήτρη και Στάντζο Σούλη για τη βοήθεια που μου προσέφεραν)