• Skip to main content
  • Τάσος Ζαφειριάδης
    • Βιογραφικό
    • Διακρίσεις
    • Τελευταία νέα
  • Έργογραφία
    • Τίτλοι
    • Αυτοεκδόσεις
  • Αρχείο δημοσιότητας
    • Κριτικές
    • Συνεντεύξεις
    • Εκδηλώσεις
  • Επικοινωνία
    • email
    • facebook
«
MENOY · ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Ψυχάρης: Αντάρτης (από τη ζωή μου). Μεταγραφή σε καθαρεύουσα. Χάρτης #59, 1/11/23

01/11/2023 · Ανακοινώσεις, Προδημοσιεύσεις

Ψυχάρης: Αντάρτης (από τη ζωή μου)

Μεταγραφή σε καθαρεύουσα

ΧΑΡΤΗΣ 59 {ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2023}
των Τάσου Ζαφειριάδη, Σωτήρη Γκαρμπούνη

Ο Γιάν­νης Ψυ­χά­ρης (1854-1929) γλωσ­σο­λό­γος, λο­γο­τέ­χνης, κα­θη­γη­τής της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας στο Πα­ρί­σι, έγι­νε κυ­ρί­ως γνω­στός για τον ση­μα­ντι­κό ρό­λο που έπαι­ξε στο κί­νη­μα του δη­μο­τι­κι­σμού και τον αγώ­να του για την κα­θιέ­ρω­ση της δη­μο­τι­κής σε επί­ση­μη γλώσ­σα του ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Γνω­στό­τε­ρο έρ­γο του εί­ναι το πε­ζο­γρά­φη­μα Το τα­ξί­δι μου, γραμ­μέ­νο στη δη­μο­τι­κή γλώσ­σα, το οποίο έλα­βε ευ­ρύ­τα­τη δη­μο­σιό­τη­τα, αλ­λά και αρ­νη­τι­κή κρι­τι­κή από τους υπο­στη­ρι­κτές της κα­θα­ρεύ­ου­σας. Πέ­ραν των συ­γκρού­σε­ων με τους υπέρ­μα­χους της κα­θα­ρεύ­ου­σας, ο Ψυ­χά­ρης εί­χε δια­φω­νή­σει και με δη­μο­τι­κι­στές οι οποί­οι ήταν αντί­θε­τοι με τη μορ­φή του δη­μο­τι­κι­σμού που υπο­στή­ρι­ζε, όπως π.χ. ο Τρια­ντα­φυλ­λί­δης που στή­ρι­ζε μια ηπιό­τε­ρη δη­μο­τι­κή.
Ο Αντάρ­της (από τη ζωή μου) εί­ναι ένα σύ­ντο­μο αυ­το­βιο­γρα­φι­κό κεί­με­νο της πε­ριό­δου της ωρι­μό­τη­τας του Ψυ­χά­ρη, γραμ­μέ­νο το 1925. Εκεί δί­νει πλη­ρο­φο­ρί­ες για αν­θρώ­πους και τό­πους κυ­ρί­ως από την παι­δι­κή του ηλι­κία ανα­φέ­ρο­ντας μα­ζί και πλη­ρο­φο­ρί­ες για τις γλώσ­σες με τις οποί­ες ήρ­θε σε επα­φή: γαλ­λι­κά, ρω­σι­κά, ιτα­λι­κά, ελ­λη­νι­κά και ρω­μαί­ι­κα.
Ο Αντάρ­της προ­έρ­χε­ται από το Αρ­χείο Ψυ­χά­ρη που φυ­λάσ­σε­ται στην Μπε­νά­κειο Βι­βλιο­θή­κη-Βι­βλιο­θή­κη της Βου­λής των Ελ­λή­νων. Το χει­ρό­γρα­φο εκ­δό­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά το 2010 από τη Βι­βλιο­θή­κη της Βου­λής σε με­τα­γρα­φή της πα­λαιο­γρά­φου Λέ­νας Κο­ρο­μη­λά. Ακο­λου­θή­θη­καν οι επι­λο­γές και οι διορ­θώ­σεις της όσον αφο­ρά την ορ­θο­γρα­φία και τη στί­ξη του χει­ρό­γρα­φου, κα­θώς και η από­δο­σή της με πλά­γιους χα­ρα­κτή­ρες των υπο­γραμ­μί­σε­ων του Ψυ­χά­ρη. Αφαι­ρέ­θη­κε ακό­μα μία πα­ρά­ται­ρη ση­μεί­ω­ση μες στο κεί­με­νο που δεν φαί­νε­ται να σχε­τί­ζε­ται νοη­μα­τι­κά.
Σκο­πός της άσκη­σης αυ­τής ήταν η με­τα­γρα­φή του Αντάρ­τη σε μια μορ­φή κα­θα­ρεύ­ου­σας. Ανα­ρω­τιό­μα­στε αν η πα­ρού­σα άσκη­ση θα δια­σκέ­δα­ζε τον Ψυ­χά­ρη — ίσως και όχι, αλ­λά σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση δια­σκε­δά­ζει εμάς.

Ψυχάρης: Αντάρτης (από τη ζωή μου)

(Το αρχικό κείμενο)

Ψυ­χά­ρης

_______
Αντάρ­της

________
(από τη ζωή μου)


Περ­νώ γι’ αντάρ­της, πα­να­στα­τι­κός, αναρ­χι­κός στο δη­μό­σιο και θαρ­ρώ πώς δεν εί­ναι διό­λου σω­στό. Για να πει­στή­τε και σεις που με δια­βά­ζε­τε, θέ­λω σή­με­ρα να σὰς δι­η­γη­θώ πῶς έμα­θα τη μη­τρι­κή μας τη γλώσ­σα.
Δε γνώ­ρι­σα τη μάν­να μου. Πέ­θα­νε όταν εί­μου­νε δε­κο­χτώ μη­νώ μω­ρου­δά­κι. Κά­πο­τες φα­ντά­ζου­μαι πώς τη βλέ­πω και με βα­στά στην αγκα­λιά της, κο­ντά σ’ ένα πα­ρά­θυ­ρο που κοί­τα­ζε τη με­γά­λη τε­τρά­γω­νη αβλή τοὺ σπι­τιού, γιατὶ το σπί­τι μας τό­τες εί­τα­νε στην Οδέσ­σα. Γεν­νή­θη­κα στη Ρουσ­σία και πρω­τό­κλα­ψα ρούσ­σι­κα. Ρούσ­σι­κα πρω­το­μί­λη­σα. Όταν ο πα­τέ­ρας μ’ έφε­ρε στην Πό­λη, δεν ήξαι­ρα πα­ρά τα ρούσ­σι­κα. Θα εί­μου­νε πε­ντέ­ξη χρο­νώ παι­δί, μπο­ρεί πά­λι και τεσ­σά­ρω. Σύ­χνα­ζα σε μια ιτα­λι­κή φα­με­λιά που κα­θό­τα­νε πλάϊ μας, τη φα­με­λιά Στά­μπα. Μοὺ μα­θαί­να­νε τα ιτα­λι­κά, που πο­τές μου δεν το κα­τά­φε­ρα να τα μι­λή­σω κα­νο­νι­κά, κα­θώς το ξή­γη­σα στα πε­ρί­ερ­γα μου τα Fioretti επει­δή μπο­ρεί να ξαί­ρε­τε πώς έκα­μα τό­μο αλά­κε­ρο στί­χους ιτα­λι­κούς –2175 στί­χους– χω­ρίς να εί­μαι σε θέ­ση να ζη­τή­σω μια μπι­φτέ­κα ή αβγά μά­τια σ’ ένα ξε­νο­δο­χείο ιτα­λι­κό, ακό­μη λι­γώ­τε­ρο να κου­βε­ντιά­σω πέ­ντε λε­φτά χω­ρίς αφά­ντα­στες δυ­σκο­λί­ες μ’ έναν Ιτα­λό.
Στην Πό­λη, ο πα­τέ­ρας μοὺ έμα­θε τα γαλ­λι­κά. Δε θυ­μού­μαι να με­τα­χε­ρί­στη­κα πο­τές άλ­λη γλώσ­σα με τον μπα­μπά πα­ρά γαλ­λι­κά ή ρούσ­σι­κα όταν ήρ­θα­με από την Οδέσ­σα. Ρούσ­σι­κα μι­λού­σα τα­χτι­κά με την ντα­ντά μου τη Βαρ­βά­ρα, μια θεία γυ­ναί­κα που μ’ αγα­πού­σε λω­λά.
Εμεὶς κα­θό­με­στα στο Γα­λα­τά, σ’ ένα σπί­τι που κα­τό­πι το που­λή­σα­νε οι θειοί μου, χωρὶς να εί­δα κάλ­πι­κο πα­ρά. Τα κρα­τή­σα­νε για λό­γου τους, ή σαν προ­τι­μά­τε κυ­ριο­λε­ξί­ες, με κλέ­ψα­νε. Τἀγο­ρά­σα­νε και το κά­μα­νε οφταλ­μο­για­τρείο. Νά του­λά­χι­στο που για­τρέ­βω μά­τια. Και νο­μί­ζω τό­ντις πώς άνοι­ξα κά­μπο­σα στη ζωή μου.
Απά­νω στο Στα­βρο­δρό­μι κα­θό­τα­νε η θεια μου η Marchand με τα τέσ­σε­ρα τα παι­διά της, η Φι­φί­να –κυ­ρία Κρι­κό­τζο– η Κα­τε­ρί­να –κυ­ρία Κριβ­τσόβ– η Ελέ­νη–κυ­ρία Σπύ­ρο Ζα­βι­τσιά­νο από τοὺς Κορ­φούς, ο Αλέ­ξα­ντρος, που εί­τα­νε όμορ­φος σαν τον ομώ­νυ­μό του το Μα­κε­δό­να.
Εί­τα­νε δί­πλα κ’ η άλ­λη φα­με­λιά Marchand, ο Γλη­γό­ρης κι ο Πο­λύ­βιος και η αδερ­φού­λα τους, που ξε­χνώ τὄνο­μά της, Ερω­φί­λη νο­μί­ζω.
Με κα­νέ­ναν απ’ αφτούς δε θυ­μού­μαι να μί­λη­σα ρω­μαί­ϊ­κα. Πά­ντα και πά­ντα γαλ­λι­κά. Δεν πρέ­πει να πι­στέ­ψη κα­νείς πὼς εί­τα­νε από σνο­μπι­σμό. Η μη­τρι­κή μου η φα­με­λιά όπως κι ο πα­τέ­ρας μου εί­τα­νε ανα­φτυγ­μέ­νοι αθρώ­ποι. Λοι­πόν τοὺς χρεια­ζό­τα­νε μια γλώσ­σα με­γά­λη. Επει­δή δεν έχου­με –ή δεν εί­χα­με– κα­τα­φέ­βγα­με στα γαλ­λι­κά…. Εί­ναι αξιο­ση­μεί­ω­το και τού­το, που ο πα­τέ­ρας μου, αφού έχα­σε τη μάν­να μου, που τὴς εί­χε σω­στή λα­τρεία, ερ­χό­τα­νε κά­θε μέ­ρα κ’ έλε­γε, κ’ έχυ­νε τον πό­νο του σ’ ένα τε­τρά­διο που τὄχω πά­ντα και που το με­τά­φρα­σα μά­λι­στα στὰ Δυο Ἀδέρ­φια (κε­φά­λαιο Η΄, σ. 149 κι ακό­λου­θες, τὴς πρώ­της έκ­δο­σης). Εί­τα­νε όλα γραμ­μέ­να γαλ­λι­κά! Εί­χα­νε κα­τα­ντή­σει γλώσ­σα τὴς καρ­διάς του.
Ποῦ το­λοι­πόν έμα­θα τα ρω­μαί­ι­κα; Το εί­πα σ’ ένα μου πε­ζό τρα­γού­δι. Τἄμα­θα στο σπί­τι μας τοὺ Γα­λα­τά ή στὴς Πρί­γκι­πος το ξο­χι­κό μας, τἄμα­θα με τα δου­λι­κά, που ο Θε­ός και η ψυ­χή τους! Ας εί­ναι κα­λά οι δού­λες, οι με­σιές, οι πλύ­στρες, οι σι­δε­ρώ­τρες, οι ρά­φτρες, οι σε­ΐ­ση­δες, οι μπα­ξε­βά­νη­δες, οι μα­γέ­ροι, ακό­μη και οι μα­ρα­γκοί, για­τί τό­τες εί­χα­με σπί­τι με­γά­λο, τό­σο με­γά­λο κιό­λας που σή­με­ρα δε μοὺ από­μει­νε ού­τε μι­κρό.
Το χρω­στώ σ’ αφτούς που έμα­θα τη γλώσ­σα μας την αθά­να­τη. Ξύ­πνη­σε μέ­σα μου το αί­μα το ρω­μαί­ϊ­κο και σε διά­στη­μα ενός χρό­νου μι­λού­σα τα βέ­ρα, τα γνή­σια, τἄδο­λα τα ρω­μαί­ϊ­κά μας.
Τοὺς χρω­στώ και κά­τι άλ­λο, ση­μα­ντι­κώ­τε­ρο, σπου­δαιό­τε­ρο.
Σαν έγι­να δε­κά­ξη δε­κα­φτά χρο­νώ παλ­λη­κά­ρι, σα γύ­ρι­σα στην Πό­λη από το Πα­ρί­σι, λα­χτά­ρα εί­χα να ξα­να­διώ το πα­λιό μας σπί­τι στην Πρί­γκη­πο.
Έρη­μο το καη­μέ­νο, ακα­τοί­κη­το. Αχ! τί σπα­ρα­χτι­κό που εί­ναι να βρη κα­νείς πα­ραι­τη­μέ­νο ένα σπί­τι που το γνώ­ρι­σε ζω­ντα­νό! ΄Ετρε­χα παι­δί στις σκά­λες και τώ­ρα πια τί­πο­τα! Μια κα­λύ­βα μο­νά­χα δί­πλα, μ’ ένα μπα­ξε­δά­κι. Μέ­σα, ένας γέ­ρος με τις βράκ­κες. Κα­θι­σμέ­νος.
Συλ­λο­γι­σμέ­νος. Ζυ­γώ­νω.

— «Γέ­ρο, δε μοὺ λες; Ποια­νού εί­ναι το σπί­τι αφτό;»
— «Ποια­νοῦ; Νά, τοὺ με­γά­λου τοὺ Μι­σέ Γιάν­νη. Μα νέ­ος σαν που εί­σαι τοὺ λό­γου σου, ποῦ να τον έχης ακου­στά;»
—«Τον άκου­σα! Μου εί­πα­νε κιό­λας πώς εί­χε κά­ποιο εγ­γό­νι που ονο­μα­ζό­τα­νε Γιαν­νί­κος. Τι έγι­νε και τι από­γι­νε;»
— «Ο Γιαν­νί­κος; Αχ! Εί­τα­νε ο φί­λος μου, εί­τα­νε τἀφε­ντι­κό μου. Πή­γε και εί­ναι τώ­ρα προ­φέσ­σο­ρας στο Πα­ρί­σι.»
— «Κα­λέ, δε βα­ριέ­σαι; Κα­νέ­νας αχά­ρι­στος που άφη­σε τον τό­πο του και που ξέ­χα­σε τοὺς δι­κούς του.»
— «Σώ­πα, σώ­πα, ξέ­νε, και δεν ται­ριά­ζει να μι­λάς έτσι για το παι­δί μου!»
— «Στα­μά­τη, γέ­ρο Στα­μά­τη, τοὺ βρο­ντο­φω­νώ, για να πνί­ξω τα δά­κρια, Στα­μά­τη μου, δε με γνω­ρί­ζεις;»

Ση­κώ­νε­ται ο Στα­μά­της ολόρ­θιος, με παίρ­νει στην αγκα­λιά του και κλαί­ει. Και κλαίω και γω. Και κλαί­με οι δυο μας.
Τό­τες μοὺ έμα­θε ο Στα­μά­της την κα­λο­σύ­νη τοὺ Ρω­μιού.
Δεν τα φτειά­νω τώ­ρα. Δυο δού­λες εί­χα­με στο Γα­λα­τά, η μια Σο­φία, η δέ­φτε­ρη Αθη­νά. Την Πό­λη το­λοι­πόν και την Αθή­να, το Βυ­ζά­ντιο και την Ελ­λά­δα. Τώ­ρα έβγαι­νε ο Στα­μά­της, ο Ρω­μιός, ο λα­ός μας.
Έξη χρο­νώ αγω­ρά­κι, πρω­το­πή­γα στο Πα­ρί­σι.΄Επει­τα πια τε­λειω­τι­κά, στα δέ­κα έντε­κα, με βά­λα­νε στο Λύ­κειο τὴς Μαρ­σί­λιας. Φρό­ντι­ζε για μέ­να ο θειος μου ο Δη­μη­τρά­κης Μπα­ζί­λης, αδερ­φός τὴς για­γιάς μου, που μ’ αφτό­νε ρω­μαί­ϊ­κα μι­λού­σα­με, αφού τοὺ εί­χα βγά­λει όνο­μα, ο μπαρ­μπα­θειός. Βλέ­πε­τε, μαλ­λια­ρός κι από τό­τες.
Φρό­ντι­ζε για μέ­να και η γλυ­κειά μου η θειά, η θειά ΄Ολια. Μ’ αφτή­νε πά­ντα γαλ­λι­κά! Γαλ­λι­κά και με τη θειά μου Χα­ρί­κλεια Ζα­φει­ρό­που­λο, που μ’ έβλε­πε μια φο­ρά το χρό­νο, το πο­λί πο­λί.
Για τα Ελ­λη­νι­κά μου φρό­ντι­ζε ο αγα­θός ο Νι­κο­κά­βου­ρας. Τοὺ έκα­να χρέη στην κα­θα­ρέ­βου­σα. Λυ­πού­μαι που τἄχα­σα, εγώ που χαρ­τί χαρ­τά­κι δε χά­νω. Μια μέ­ρα το­νέ ρώ­τη­σα πῶς να πού­με το γαλ­λι­κό Je n’ y tiens pas, που τα συμ­μα­θη­τού­δια μου το λέ­γα­νε φυ­σι­κά τους κά­θε τό­σο.

— «Οὐ περὶ πολ­λοῦ ποιοῦμαι», μοὺ απο­κρί­νε­ται ο άρι­στος άν­θρω­πος.

Και μοὺ φαί­νε­ται πώς από τη μέ­ρα εκεί­νη τα πή­γα­με ψυ­χρά με την κα­θα­ρέ­βου­σα.
Κα­τό­πι, όταν άρ­χι­σα να σπου­δά­ζω στο Πα­ρί­σι, πρώ­τα στο Λύ­κειο, ύστε­ρα στο Πα­νε­πι­στή­μιο, αρ­γό­τε­ρα όταν ο ίδιος έγι­να κα­θη­γη­τής, όταν ιδρύ­θη­κε από τη γαλ­λι­κή την κυ­βέρ­νη­ση για μέ­να μια έδρα, η πρώ­τη επι­στη­μο­νι­κή έδρα τὴς Νε­ο­ελ­λη­νι­κής, στην Εβρώ­πη, έμα­θα πια τό­τες, πή­ρα­νε τό­τες τἀφτιά μου, πή­ρε ο νους μου μια λέ­ξη τρο­με­ρή, μια λέ­ξη απέ­ρα­ντη, μια λέ­ξη ωκε­α­νό, το ξε­τύ­λιγ­μα. Ξε­τυ­λί­γου­νται τα πρά­μα­τα κι αλ­λά­ζου­νε. Αλ­λά­ζου­νε και οι γλώσ­σες. Λί­γο λί­γο, για λό­γους ωρι­σμέ­νους, θε­τι­κούς, επι­στη­μο­νι­κούς, απα­ρά­βια­στους, ο πα­τήρ γί­νε­ται πα­τέ­ρας, ο άρ­τος γί­νε­ται ψω­μί.

Πα­τέ­ρας, ψω­μί κι άλ­λα χί­λια και μύ­ρια, κα­θώς τἄλε­γε η Σο­φία, κα­θώς τἄλε­γε η Αθη­νά, κα­θώς τἄλε­γε ο γέ­ρο Στα­μά­της, κα­θώς τα λέ­ει ακό­μη και σή­με­ρα ο μα­θη­τής τους, ο Ψυ­χά­ρης.

Ποιος, ποιός, τώ­ρα στη ζωή σας, ποιος εί­ναι ο αντάρ­της, ο λα­ός ή ο κα­λα­μα­ράς; Οι συ­ντη­ρη­τι­κοί εμείς εί­μα­στε και γω εί­μαι ο συ­ντη­ρι­τι­κώ­τε­ρος απ’ όλους.

Σαβ­βά­το, 31 τοὺ Οχτώ­βρη, 1925
ΨΥΧΑ­ΡΗΣ

(Μεταγραφή σε καθαρεύουσα)

Ιω­άν­νης Ν. Ψυ­χά­ρης

_______
Αντάρ­της

________

(εκ του εμού βί­ου)


Προ­σο­μοιώ εις αντάρ­την, επα­να­στα­τι­κόν, αναρ­χι­κόν δη­μο­σί­ως και θε­ω­ρώ ότι ου­δό­λως ορ­θόν εί­ναι. Ίνα δε πει­σθή­τε και υμείς οί­τι­νες ανα­γι­γνώ­σκε­τέ με, επι­θυ­μώ την σή­με­ρον να δι­η­γη­θώ υμίν τον τρό­πον διά του οποί­ου εδι­δά­χθην την μη­τρι­κήν ημών γλώσ­σαν.

Δεν εγνώ­ρι­σα την μη­τέ­ρα εμού. Απε­βί­ω­σεν γαρ ότε ήμην βρέ­φος μη­νών δέ­κα και οκτώ. Ενί­ο­τε φα­ντά­ζο­μαι ότι ορώ ταύ­την κρα­τού­σαν εμέ εν τη αγκά­λη αυ­τής, πλη­σί­ον πα­ρα­θύ­ρου τι­νός, όπερ έβλε­πεν εις την με­γά­λην τε­τρά­γω­νην αυ­λήν της οι­κί­ας, διό­τι η οι­κία ημών τό­τε ήτο εν Οδησ­σώ. Εγεν­νή­θην εν Ρω­σία και κα­τά πρώ­τον έκλαυ­σα εις ρωσ­σι­κήν. Κα­τά πρώ­τον δε ωμί­λη­σα την ρωσ­σι­κήν. Ότε ο πα­τήρ εμού έφε­ρέν με εις την Πό­λιν, δεν εγνώ­ρι­ζον ει μη μό­νον την ρωσ­σι­κήν. Θα ήμην παι­δί­ον ετών πέ­ντε-εξ, εν­δε­χο­μέ­νως δε τεσ­σά­ρων. Εφοί­των πα­ρά τι­νά ιτα­λι­κήν οι­κο­γέ­νειαν δια­βιού­σαν πα­ρα­κει­μέ­νως ημίν, την οι­κο­γέ­νειαν Στά­μπα. Εδί­δα­σκέν με την ιτα­λι­κήν, ήντι­να ου­δέ­πο­τε κα­τά­φε­ρα να ομι­λή­σω κα­νο­νι­κώς, ως τού­το εξή­γη­σα εν τοις πε­ριέρ­γοις μου Fioretti, επει­δή έστι δυ­να­τόν να εξεύ­ρε­τε ότι εποί­η­σα τό­μον ολό­κλη­ρον με­τά στί­χων ιτα­λι­κών –2175 στί­χους– δί­χως να εί­μαι εις θέ­σιν όπως αι­τη­θώ εν κρε­α­το­σφαι­ρί­διον ή ωά εν σχή­μα­τι οφθαλ­μών εν τί­νι ξε­νο­δο­χείω ιτα­λι­κώ, έτι δε ήτ­τον όπως με­τέλ­θω εις συ­νο­μι­λί­αν πέ­ντε λε­πτών άνευ απε­ρι­γρά­πτων δυ­σχε­ρειών με­τά τι­νός Ιτα­λού.
Εν τη Πό­λει, ο εμός πα­τήρ εδί­δα­ξέν με την γαλ­λι­κήν. Ου­δέ­πο­τε εν­θυ­μού­μαι να εχρη­σι­μο­ποί­η­σα άλ­λην γλώσ­σαν με­τά του πα­τρός ει μη μό­νον την γαλ­λι­κήν ή την ρωσ­σι­κήν ότε αφί­χθη­μεν εξ Οδησ­σού. Την δε ρωσ­σι­κήν ωμί­λουν ανελ­λι­πώς με­τά της εμής τρο­φού Βαρ­βά­ρας, θεία τι­νά γυ­νή ήτις ηγά­πα με πα­ρα­φρό­νως.
Ημείς κα­τω­κού­μεν εν Γα­λα­τά, εν τι­νά οι­κία ην επώ­λη­σαν εν συ­νε­χεία οι ημέ­τε­ροι θεί­οι, δί­χως να ίδω χρή­μα ου­δέ κάλ­πι­κον. Κα­τε­κρά­τη­σαν τα χρή­μα­τα αυ­τοί δι’ εαυ­τούς, ή εάν προ­τι­μή­τε κυ­ριο­λε­ξί­ας, έκλε­ψάν με. Ηγό­ρα­σαν ταύ­την και ήνοι­ξαν οφθαλ­μια­τρεί­ον. Ιδού δε του­λά­χι­στον ιαί­νω οφθαλ­μούς. Νο­μί­ζω δε τω­ό­ντι ότι αρ­κε­τούς ήνοι­ξα εν τω βίω μου.
Επί του Σταυ­ρο­δρο­μί­ου κα­τώ­κει η εμή θεία η Marchand με­τά των τεσ­σά­ρων αυ­τής τέ­κνων, η Ευ­φρο­σύ­νη– κυ­ρία Κρι­κό­τζο– η Αι­κα­τε­ρί­νη –κυ­ρία Κριβ­τσώβ– η Ελέ­νη –κυ­ρία Σπυ­ρί­δω­νος Ζα­βι­τσιά­νου εκ των Κορ­φών, ο Αλέ­ξαν­δρος, όστις ήτο εύ­μορ­φος ως αν ο ομώ­νυ­μος αυ­τώ ο Μα­κε­δών.
Πα­ρα­πλεύ­ρως διέ­με­νε και η άλ­λη οι­κο­γέ­νεια Marchand, ο Γρη­γό­ριος και ο Πο­λύ­βιος και η μι­κρά αδελ­φή αυ­τών, ης το όνο­μα λη­σμο­νώ, νο­μί­ζω δε Ερω­φί­λη.
Με­τ’ ου­δε­νός εξ αυ­τών εν­θυ­μού­μαι ομι­λών την ελ­λη­νι­κήν. Αεί και αδια­λεί­πτως την γαλ­λι­κήν. Μη θέ­λη τις πι­στεύ­ση ότι εγί­γνε­το λό­γω υπε­ρο­ψί­ας. Η εκ μη­τρός οι­κο­γέ­νεια ως και ο εμός πα­τήρ ήσαν ανε­πτυγ­μέ­νοι άν­θρω­ποι. Ως εκ τού­του με­γά­λης τι­νός γλώσ­σης χρεί­αν εί­χον. Επει­δή δε ουκ έχο­μεν – ή ουκ εί­χο­μεν – κα­τε­φεύ­γο­μεν εις την γαλ­λι­κήν…. Αξιο­ση­μεί­ω­τόν δε εί­ναι και τού­το, ότι ο εμός πα­τήρ, αφ’ ότου απώ­λε­σεν την αυ­τού μη­τέ­ρα, προς ην έτρε­φεν αλη­θή λα­τρεί­αν, είρ­χε­το κα­θ’ εκά­στην και έλε­γεν, και έχυ­νεν τον πό­νον αυ­τού εν τε­τρα­δίω όπερ πά­ντο­τε έχω και με­τέ­φρα­σα μά­λι­στα εν τω «Δυο Αδέρ­φια» (κε­φά­λαιον Η’, σ. 149 και ακο­λού­θως, εκ της πρώ­της εκ­δό­σε­ως). Ήσαν δε άπα­ντα γραμ­μέ­να γαλ­λι­στί! Εί­χον πε­ρι­πέ­σει εις της καρ­δί­ας αυ­τού γλώσ­σαν.
Πό­θεν ουν έμα­θον την ελ­λη­νι­κήν; Εί­πον δε τού­το εν τί­νι πε­ζόν εμόν άσμα. Έμα­θον ταύ­την εν τη ημε­τέ­ρα οι­κία του Γα­λα­τά ή εν τη ημε­τέ­ρα εξο­χι­κή οι­κία εν Πρι­γκή­πω, έμα­θόν δε ταύ­την υπό των υπη­ρε­τών, ποί­αν δε Κύ­ριος οί­δε! Εί­θε να διά­γω­σιν κα­λώς αι υπη­ρέ­τριαι, αι κα­μα­ριέ­ραι, αι πλύ­στραι, αι σι­δε­ρώ­τριαι, αι μο­δί­στραι, οι ιπ­πο­κό­μοι, οι κη­που­ροί, οι μά­γει­ρες, έτι δε και οι ξυ­λουρ­γοί, διό­τι τό­τε εί­χο­μεν με­γά­λην οι­κί­αν, το­σαύ­την δε ώστε τη σή­με­ρον ου­δέ μι­κράν έχω.
Εις αυ­τούς οφεί­λω την δι­δα­χήν της αθα­νά­του ημών γλώσ­σης. Αφυ­πνί­σθη εντός μου το εμόν ελ­λη­νι­κόν αί­μα και εν δια­στή­μα­τι ενός έτους ωμί­λουν την αλη­θή, την γνη­σί­αν, την άδο­λον ημε­τέ­ραν ελ­λη­νι­κήν.
Οφεί­λω δε εις αυ­τούς και άλ­λον τι, έτι ση­μα­ντι­κό­τε­ρον, σπου­δαιό­τε­ρον.
Ότε εγε­νό­μην ετών δέ­κα και εξ δέ­κα και επτά νε­α­νί­ας, άρ­τι αφι­χθείς εις την Πό­λιν εκ Πα­ρι­σί­ων, επε­θύ­μουν όπως επα­νεί­δω την πα­λαιάν ημών οι­κί­αν εν Πρι­γκή­πω.

Έρη­μος η δυ­στυ­χής, ακα­τοί­κη­τος. Ω! Οπό­σον σπα­ρα­κτι­κόν να ευ­ρί­σκη τις πα­ραι­τη­μέ­νην οι­κί­αν τι­νά, ην εγνώ­ρι­σεν ζώ­σαν! Παι­δί­ον ων έτρε­χον επί των κλι­μά­κων και νυν πλέ­ον ου­δέν! Εν πα­ρά­πηγ­μα μό­νον πα­ρα­κει­μέ­νως με­τά κή­που. Εντός εις γέ­ρων με­τά βρα­κών. Κα­θή­με­νος.
Σύν­νους. Προ­σεγ­γί­ζω.

— «Γέ­ρον, ει­πέ μοι. Τί­νος η οι­κία ταύ­τη;»
— «Τί­νος; Ιδού, του με­γά­λου του κυ­ρί­ου Ιω­άν­νου. Αλ­λά συ νε­α­νί­ας ων, πό­θεν δύ­να­σαι να ήκου­σες πε­ρί αυ­τού;»
— «Ήκου­σα. Εί­πον μοι τί­νες ότι εί­χεν εγ­γο­νόν τι­νά ονό­μα­τι Ιω­αν­νί­κιον. Τι απέ­γι­νεν άρα­γε;
— «Ο Ιω­αν­νί­κιος; Ω! Ήτο ο φί­λος μου, ήτο ο εμός αυ­θέ­ντης. Επή­γε και εί­ναι πλέ­ον κα­θη­γη­τής εις Πα­ρι­σί­ους.»
— «Φευ, ουκ οκνείς; Αγνώ­μων τις ος εγκα­τέ­λι­πεν τον τό­πον αυ­τού και ελη­σμό­νη­σεν τους οι­κεί­ους του.»
— «Παύ­σον, παύ­σον, ξέ­νε, και ουκ αρ­μόσ­σει να ομι­λής τοιου­το­τρό­πως πε­ρί του τέ­κνου μου!»
— «Στα­μά­τιε, γέ­ρον Στα­μά­τιε, φω­να­σκώ βρο­ντε­ρώς προς αυ­τόν, ίνα κα­τα­πνί­ξω τα εμά δά­κρυα, Στα­μά­τιέ μου, ου­δό­λως ανα­γνω­ρί­ζεις με;»

Ορ­θού­ται ο Στα­μά­τιος, πε­ρι­κλεί­ει με εν ταις αγκά­λαις αυ­τού και θρη­νεί. Θρη­νώ τε και εγώ. Θρη­νού­μεν δ’ αμ­φό­τε­ροι.
Τό­τε εδί­δα­ξέ με ο Στα­μά­τιος την αγα­θό­τη­τα του Έλ­λη­νος.
Νυν δε ου­δό­λως ποιώ ταύ­τα. Δύο υπη­ρε­τρί­ας εί­χο­μεν εν Γα­λα­τά, η μεν Σο­φία, η δ’ ετέ­ρα Αθη­νά. Την Πό­λιν δε και την Αθή­να, το Βυ­ζά­ντιον και την Ελ­λά­δα. Νυν απε­κα­λύ­πτε­το ο Στα­μά­τιος, ο Έλ­λην, ο λα­ός ημών.
Μει­ρά­κιον ετών εξ, απήλ­θον το πρώ­τον εις Πα­ρι­σί­ους. Κα­τό­πιν δε μο­νί­μως, εν ηλι­κία των δέ­κα έν­δε­κα, ενε­γρά­ψάν με εν τω Λυ­κείω της Μασ­σα­λί­ας. Πε­ρί εμού επε­με­λεί­το ο εμός θεί­ος ο Δη­μή­τριος Μπα­ζί­λης, αδελ­φός της εμής για­γιάς, με­θ’ ου ωμι­λού­μεν την ελ­λη­νι­κήν, ώστε εί­χον απο­δώ­σει αυ­τώ το προ­σω­νύ­μιον μπαρ­μπα­θειός. Ως ορά­τε, «μαλ­λια­ρός» ήμην και έκτο­τε.
Επε­με­λεί­το πε­ρί εμού και η γλυ­κεία μοι θεία, η θεία Όλια. Με­τά ταύ­της αεί­πο­τε την γαλ­λι­κήν! Γαλ­λι­κήν και με­τά της εμής θεί­ας Χα­ρι­κλεί­ας Ζα­φει­ρο­πού­λου, ήτις συ­νή­ντα μοι άπαξ ετη­σί­ως, το πλεί­στον.
Πε­ρί της εμής Ελ­λη­νι­κής επε­με­λεί­το ο αγα­θός ο Νι­κο­κά­βου­ρας. Εγώ δε αντα­πε­δί­δουν αυ­τώ τα πε­ρί κα­θα­ρευού­σης. Λυ­πού­μαι διά την απώ­λειαν τού­των, εγώ όστις ου­δέ χαρ­τί χαρ­τά­κιον απόλ­λυ­μι. Ημέ­ρα τι­νά ερώ­τη­σα τού­τον πώς δυ­νά­με­θα λέ­γειν το γαλ­λι­κόν Je n’ y tiens pas, όπερ οι μι­κροί συμ­μα­θη­ταί μοι έλε­γον φύ­σει πολ­λά­κις.

— «Ου περὶ πολ­λού ποιού­μαι», απε­κρί­θη μοι ο άρι­στος άν­θρω­πος.

Φαί­νε­ται δε μοι ότι αφ’ ημέ­ρας εκεί­νης η σχέ­σις εμού με­τά της κα­θα­ρευού­σης εψυ­χράν­θη.
Εν συ­νε­χεία, ότε ήρ­χι­σα σπου­δά­ζων εν Πα­ρι­σί­οις, πρώ­τον μεν εν Λυ­κείω, ύστε­ρον δ’ εν πα­νε­πι­στη­μίω, ολί­γον δ’ έπει­τα ότε εγε­νό­μην ο ίδιος κα­θη­γη­τής, ότε ιδρύ­θη μοι έδρα εκ της γαλ­λι­κής κυ­βερ­νή­σε­ως, η πρώ­τη επι­στη­μο­νι­κή έδρα της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής εν Ευ­ρώ­πη, επλη­ρο­φο­ρή­θην πλέ­ον τό­τε, συ­νέ­λα­βον τό­τε τα εμά ώτα, συ­νέ­λα­βεν ο εμός νους μί­αν λέ­ξιν τρο­με­ράν, μί­αν λέ­ξιν απέ­ρα­ντον, μί­αν λέ­ξιν ωκε­α­νόν, την εξέ­λι­ξιν. Εξε­λίσ­σο­νται τα πράγ­μα­τα και αλ­λάσ­σου­σιν. Αλ­λάσ­σου­σιν και αι γλώσ­σαι. Ολί­γον κα­τ’ ολί­γον, δια λό­γους ωρι­σμέ­νους, θε­τι­κούς, επι­στη­μο­νι­κούς, απα­ρα­βιά­στους, ο πα­τήρ γί­γνε­ται πα­τέ­ρας, ο άρ­τος γί­γνε­ται ψω­μί.

Πα­τέ­ρας, ψω­μί και άλ­λα πλεί­στα όσα, ως ωμί­λει ταύ­τα η Σο­φία, ως ωμί­λει ταύ­τα η Αθη­νά, ως ωμί­λει ταύ­τα ο γέ­ρων Στα­μά­τιος, ως ωμί­λει ταύ­τα έτι και σή­με­ρον ο μα­θη­τής αυ­τών, ο Ψυ­χά­ρης.

Ποί­ος, ποί­ος νυν εν τω υμε­τέ­ρω βίω, ποί­ος έστι ο αντάρ­της, ο λα­ός ή ο λο­γιό­τα­τος; Οι συ­ντη­ρη­τι­κοί εί­με­θα ημείς και εγώ ει­μί απά­ντων α συ­ντη­ρη­τι­κώ­τε­ρος.

Σάβ­βα­τον, 31 Οκτω­βρί­ου, 1925

ΙΩΑΝ­ΝΗΣ Ν. ΨΥΧΑ­ΡΗΣ

Ολα τα νέα

Τάσος Ζαφειριάδης © 2020-2024 All rights reserved
(cmblt)