Ένα πέρασμα στο άγνωστο
του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Δημοσιεύτηκε στον Αναγνώστη (23/3/2018)
Ένα πέρασμα για το άγνωστο, μια διάβαση με άδηλη κατάληξη, ένας τόπος στα σύνορα του πραγματικού με το φανταστικό. Διαβάζω το graphic novel Γρα-Γρου του Τάσου Ζαφειριάδη και του Γιάννη Παλαβού (πετυχημένος κομίστας ο πρώτος, πεζογράφος αξιώσεων ο δεύτερος), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος (μαζί ένα ατμοσφαιρικό σάουντρακ του Μιχάλη Σιγανίδη), και σκέφτομαι με ποιον τρόπο μπορεί η ορεινή γεωγραφία του Βερμίου να μεταμορφωθεί σε ένα τοπίο με συμβολικό και αλληγορικό νόημα, χωρίς, παρόλα αυτά, να καταλήξουμε σε μιαν άχαρη και αφηρημένη κατασκευή.
Ο ρεαλισμός της εικονογράφησης του Θανάση Πέτρου στο Γρα-Γρου παραπέμπει στο ομώνυμο χάνι που λειτουργούσε έξω από την Καστανιά Ημαθίας μέχρι το 2004, οπότε και άνοιξε η εθνική οδός (η Εγνατία) για τη σύνδεση της Κεντρικής με τη Δυτική Μακεδονία. Το τοξωτό γεφύρι που πρωταγωνιστεί στο Γρα-Γρου έχει επίσης πραγματική αφορμή. Οι συγγραφείς άντλησαν την επινόησή του από το ιστορικό της βεροιώτικης γέφυρας Καραχμέτ, που αποδίδεται σε έναν διακεκριμένο αρχιτέκτονα της εποχής του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (ο τελευταίος μεσουράνησε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία περί τα μέσα του 16ου αιώνa).
Τι ακριβώς συμβαίνει, όμως, με το τοξωτό γεφύρι της εικονογραφημένης ιστορίας μας και πόθεν η συμβολική και η αλληγορική του σημασία; Το παλιό χάνι πλέει τα λοίσθια στην αφήγηση του Ζαφειριάδη και του Παλαβού. Η Εγνατία είναι έτοιμη να εγκαινιαστεί και ουδείς εννοεί να πατήσει το πόδι του σε μιαν ήδη εγκαταλελειμμένη περιοχή. Απομένουν ο ιδιοκτήτης του χανιού, που έχει εξελιχθεί σε εστιατόριο, και κάποιοι παράξενοι επισκέπτες, που έρχονται να δουν το γεφύρι ειδοποιημένοι από τη διαίσθηση ή τα όνειρά τους. Κανείς, εντούτοις, δεν είναι σε θέση να πει πού οδηγεί το γεφύρι, κανένας δεν τολμά (ούτε ο εστιάτορας ούτε οι λιγοστοί επισκέπτες) να το περπατήσει και να φτάσει στην απέναντι άκρη, κανένας δεν ξέρει γιατί είναι εκεί και τι ψάχνει για τον εαυτό του ή για τους άλλους.
Το κλίμα αυτού του ταξιδιού στο κενό (μια περιπλάνηση που συνεχώς αναβάλλει ή ακυρώνει τη συνέχισή της) διευκολύνουν τα μάλα ο σχεδιασμός και τα χρώματα του μυθιστορήματος: τα σιωπηλά καρέ που αποτυπώνουν τις στιγμές της απορίας, του φόβου και της αγωνίας μπροστά στην απειλή την οποία εμπνέει το άγνωστο, επιτείνοντας το αίσθημα της ανασφάλειας με τη γοργή διαδοχή τους, αλλά και το βαθύ μπλε το οποίο διαλέγει ο Πέτρου για το μεγαλύτερο μέρος της δράσης, φωτισμένο από τις κίτρινες λάμψεις τις οποίες εκπέμπουν τα φανάρια του μικρού οικισμού μέσα στην ομίχλη και το σκοπίμως υποτονικό σκοτάδι (στην ένθετη εξιστόρηση για το παρελθόν του γεφυριού ο χρωματικός τόνος που κυριαρχεί είναι η σέπια με ορισμένες δόσεις ώχρας).
Το Γρα-Γρου ενσωματώνει στον εικονογραφικό και τον αφηγηματικό του λόγο κι άλλα στοιχεία: στοιχεία όπως η συνομιλία με το ιερό (το εκκλησάκι του Αγίου Χριστόφορου, προστάτη των οδηγών) και το μεταφυσικό (ο φασματικός ένοπλος που έρχεται από την άλλη πλευρά), ο συνδυασμός Ιστορίας και μικροϊστορίας (από τους αρχιτεκτονικούς οραματισμούς του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς στο αφανισμένο από την μπότα της Εγνατίας χωριό), καθώς και η γλωσσική ανακίνηση της παράδοσης (με τα κουδαρίτικα, τη συνθηματική ντοπιολαλιά των μαστόρων της πέτρας, και τα τραγούδια αποχαιρετισμού που τους συνόδευαν επί τη αναχωρήσει τους για ξένους τόπους).
Είναι φανερό πως το ελληνικό graphic novel δεν έχει τίποτε να ζηλέψει, με την περιπλοκότητα της αφηγηματικής σύνθεσης και την υψηλή ποιότητα της εικονογραφικής τεχνικής του, από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές και αμερικανικές παραγωγές. Κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο.