Τάσος Ζαφειριάδης
Για όλες τις ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν
Κείμενο: Γιώργος Παπαδημητρίου, mataroa.gr, 23 Φεβρουαρίου 2023
Ιστορικά γεγονότα, πολλές φορές καταχωνιασμένα και απομακρυσμένα από την επίσημη βιτρίνα, καυστικό χιούμορ του παραλόγου, διηγήσεις που αναδύονται από το συλλογικό θυμικό, αμέτρητες αναφορές σε διαφορετικά γνωστικά και καλλιτεχνικά πεδία, λεπτεπίλεπτη σπουδή της ανθρώπινης συνθήκης. Αν έπρεπε να συνοψίσουμε το έργο του Τάσου Ζαφειριάδη, ενός από τους πιο προικισμένους δημιουργούς κόμικς στην Ελλάδα, σε λίγες λέξεις, τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορούσε να λείπει από την τελική ετυμηγορία. Ορθοδοντικός στο επάγγελμα, ο Τάσος Ζαφειριάδης συστήνεται στο κοινό -με πλάγιο σαρκασμό- ως «δημιουργός μερικής απασχόλησης». Το πλούσιο βιογραφικό του, όμως, έρχεται να διαψεύσει πανηγυρικά τον ταπεινό χαρακτηρισμό.
Δύο φορές βραβευμένος ως Καλύτερος Συγγραφέας στα Comicdom Awards (2011 και 2012), ο Τάσος Ζαφειριάδης έχει δει πολλές από τις δημιουργίες του να εισπράττουν πληθώρα από τιμητικές διακρίσεις. Βραβείο Best Greek Fanzine για τα Σπιφ και Σπαφ – Η μεγάλη περιπέτεια (2009) και Η Πορτογαλία όπως τη φαντάζομαι (2011), 2ο Βραβείο Σεναρίου στο Βαλκανικό Φεστιβάλ Νέων Δημιουργών Κόμικς και Εύφημος Μνεία στον διαγωνισμό «CONFLICTS War Balloons» για τα Χαρακώματα (2011), Βραβεία Καλύτερου Κόμικ και Καλύτερου Σεναρίου τόσο για το Γρα-Γρου (2018) όσο και για το Ψηφιδωτό (2020) στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς, είναι μονάχα ορισμένες από τις περγαμηνές του Τάσου Ζαφειριάδη. Ποιες ήταν όμως οι αρχικές του επιρροές; Πώς ξεκίνησε αυτό το πανέμορφο ταξίδι;
«Μάλλον τα πρώτα κόμικς που διάβασα ήταν τα Μίκυ Μάους που κυκλοφορούσαν τη δεκαετία του ’80. Θυμάμαι πολύ έντονα την κυκλοφορία του ΚΟΜΙΞ #1 τον Ιούλιο του 1988, καθώς είχε τεράστια ποιοτική διαφορά από ό,τι άλλο κυκλοφορούσε, αλλά και άλλη προσέγγιση όσον αφορά την παρουσίαση των δημιουργών, ειδικά του Carl Barks και αργότερα του Don Rosa. Ήθελα κι εγώ να φτιάξω τέτοιες περιπέτειες και με τους φίλους μου αντιγράφαμε τα εξώφυλλα ή φτιάχναμε ιστορίες με stick figures σε σπιράλ μπλοκάκια. Φυσικά και πολλά άλλα, ειδικά τα χιουμοριστικά: Αστερίξ, Ιζνογκούντ, Γκάρφιλντ, Σνούπι, Μαφάλντα, αλλά και οι Κωμωδίες του Αριστοφάνη των Αποστολίδη-Ακοκαλίδη και η Φρουτοπία, λίγο αργότερα και ο Αρκάς. Βαβέλ και Πάρα Πέντε τα έμαθα αργά, φοιτητής πια, όταν και ήρθα σε επαφή με τα ευρωπαϊκά και πιο ενήλικα κόμικς», αναφέρει αρχικά.
«Οι επιρροές είναι πολλές. Με κίνδυνο να ξεχάσω κάτι, ξεκίνησα να ζωγραφίζω αντιγράφοντας τους: Carl Barks, Don Rosa, Βαγγέλη Παυλίδη, Νίκο Μαρουλάκη, Charles Schulz, Quino. Ειδικά το σχέδιο του Σουηδού Max Andersson με επηρέασε πάρα πολύ ως αισθητική. Πήρα ακόμη στοιχεία από τους Hugo Pratt, Lewis Trondheim, Γιώργο Τσούκη και Chris Ware. Ίσως δεν είναι πάντα εμφανές αυτό, βέβαια, αλλά εγώ ξέρω τι έκλεψα και τους χρωστάω πολλά! Πέρα από το σχέδιο, και στο συγγραφικό σκέλος οι παραπάνω έπαιξαν τον ρόλο τους, αλλά θεωρώ ότι επηρεάστηκα και από άλλες τέχνες, όπως π.χ. από τον Θ. Βαλτινό, τους Monty Python, τον Guillaume Apollinaire, τον Δ. Σαββόπουλο, τον Quentin Tarantino, τον Θ. Αγγελόπουλο, τον Μ. Σιγανίδη και τον Georges Perec», καταλήγει ο Τάσος Ζαφειριάδης.
Μελετώντας τη δουλειά του Τάσου Ζαφειριάδη, παρατηρεί κανείς πολλές σταθερές θεματικές, τις οποίες εμπλουτίζει σταδιακά και μεθοδικά με νέα στοιχεία. H κυριότερη αλλαγή, ωστόσο, στη σταδιοδρομία του υπήρξε η μετάβαση στη συγγραφή σεναρίων και στη μεγάλη φόρμα, όπως εξηγεί και ο ίδιος: «Νομίζω έχουν αλλάξει δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι εξαιτίας έλλειψης χρόνου (αρχικά λόγω σπουδών και μετά λόγω δουλειάς) μετατοπίστηκα κυρίως προς τη συγγραφή των σεναρίων και απομακρύνθηκα από το σχέδιο, το οποίο συνεχίζω βέβαια αλλά πολύ σπανιότερα πια. Το δεύτερο είναι η αλλαγή από τα σύντομα κόμικ στριπ προς τη μεγάλη φόρμα, με έμφαση στην έρευνα γύρω από ιστορικά γεγονότα ή άλλα πεδία, όπως οι παραδόσεις, τα ανθρωπολογικά στοιχεία κ.ά. Συνεχίζω φυσικά να κάνω χιουμοριστικά στριπ, είναι κάτι σαν τη “μητρική” μου γλώσσα. Ωστόσο, η μεγάλη φόρμα ανεβάζει τον πήχη και συνιστά μεγαλύτερη πρόκληση. Μου αρέσει να πειραματίζομαι και προσπαθώ κάθε βιβλίο να είναι διαφορετικό, τόσο μορφολογικά όσο και αφηγηματικά. Νομίζω όμως ότι υπάρχουν αναγνωρίσιμες θεματικές ή ανησυχίες σε όλα. Αν υπάρχουν φανατικοί αναγνώστες μου εκεί έξω, σίγουρα καταλαβαίνουν τι εννοώ!».
Η 9η τέχνη έχει εδώ και καιρό εδραιώσει τη θέση της στη συνείδηση του εγχώριου κοινού, όπως μαρτυρά και η διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας διοργανώσεων σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Συνολικά μιλώντας, δικαιούμαστε να αισιοδοξούμε για το μέλλον των ελληνικών κόμικς; «Υπάρχουν πολλές μεγάλες διοργανώσεις πια, δύο στην Αθήνα, δύο στη Θεσσαλονίκη, αλλά και πολλές άλλες, στα Χανιά, το Ηράκλειο, το Κιλκίς, τη Λάρισα, τη Δράμα και αλλού. Γίνονται, επίσης, πολλά μικρότερα δρώμενα μέσα στη χρονιά. Είναι σίγουρα ένας τρόπος να δίνεται οικονομική ανάσα σε εκδότες και δημιουργούς και η προσέλευση είναι γενικώς μεγάλη. Δεν είναι όμως όλα τα events αμιγώς σχετικά με τα κόμικς, υπάρχει αλληλοεπικάλυψη με τους χώρους του gaming, του κινηματογράφου ή της ποπ κουλτούρας γενικότερα. Επίσης, η μεγάλη συμμετοχή δεν σημαίνει απαραίτητα δηλαδή περισσότερους αναγνώστες. Μεγάλο ρόλο παίζει και η αναγνωρισιμότητα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
Διαβάζοντας κανείς τα κόμικς του Τάσου Ζαφειριάδη, γίνεται αντιληπτή μια βαθύτερη σύνδεση με τις ιστορίες που διηγείται. Ο ίδιος εξηγεί σχετικά: «Η γιαγιά μου έλεγε ότι μικρός δεν ήθελα να ακούω παραμύθια, αλλά ιστορίες πχ για τότε που οι Ιταλοί βομβάρδισαν το χωριό της, το Σκαλοχώρι Κοζάνης, που αργότερα έκαψαν οι Γερμανοί. Τέτοιες αφηγήσεις με οδήγησαν στο να διαβάσω ιστορικά βιβλία αργότερα, προσπαθώντας να καταλάβω πώς βίωσαν οι άνθρωποι που γνώρισα αυτές τις καταστάσεις. Φυσικά επεκτάθηκαν τα διαβάσματά μου και αλλού, όπως στην ιστορία της Θεσσαλονίκης. Ξεκίνησα κατά κύριο λόγο ενσωματώνοντας αληθινές ιστορίες ή πληροφορίες σε καθεστώς μυθοπλασίας, πχ το Πτώμα βασίστηκε σε μία ιστορία που είχε ακούσει η μητέρα μου από έναν πελάτη της που δούλευε σε γραφείο τελετών. Άρχισα να γράφω τα Χαρακώματα κυρίως εμπνεόμενος από τη δική μου θητεία στον ελληνικό στρατό, αλλά σύντομα δεν χρειαζόταν να επινοώ παράλογες καταστάσεις, μιας και υπήρχαν άφθονες στα βιβλία για τον Α΄ ΠΠ», μας εξηγεί σχετικά.
«Η ιστορία του Γρα-Γρου διαμορφώθηκε ενσωματώνοντας στην αρχική φανταστική ιδέα στοιχεία που μας αποκάλυψε η επιτόπια έρευνα για την Καστανιά, αλλά και τα βιβλία για τους μαστόρους της Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας. Χάρηκα αργότερα όταν ένας φίλος του Γιάννη Παλαβού, προερχόμενος από οικογένεια μαστόρων, μου είπε ότι οι διάλογοι των κουδαρίτικων στο κόμικ ήταν σωστοί! Η ιδέα για το Ψηφιδωτό, αν και μια καθόλα ιστορία φανταστικού, ήρθε από εννιά ψηφίδες, ένα οικογενειακό κειμήλιο που είχαν φέρει μαζί τους οι προπαππούδες μου το ’23 από τη Μεσσήνη Ανατολικής Θράκης. Φαίνεται ότι έχω μπει σε μία περίοδο “τεκμηρίωσης” τελευταία. Είναι πράγματα που πάντα είχα στο μυαλό μου και ήθελα να μεταφέρω σε κόμικς, αλλά πρόσφατα ένιωσα μάλλον αρκετά ώριμος ή έτοιμος γι’ αυτό. Το Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα βασίστηκε σε μία αφήγηση του συνονόματου παππού μου, που ηχογράφησε η ξαδέρφη μου, για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41. Ήταν η πρώτη φορά που έκανα κάτι εντελώς μη μυθοπλαστικό και χρειάστηκαν δύο χρόνια έρευνας για την τεκμηρίωση του υλικού, καθώς και ένα ταξίδι στην Αλβανία», προσθέτει ο Τάσος Ζαφειριάδης.
Αμέσως μετά, αναφέρεται στα μελλοντικά του σχέδια: «Αυτόν τον καιρό τελειώνω ένα σενάριο για τον Κωνσταντίνο Τρυφερούλη, που είχα γνωρίσει το 1996, ήταν τότε ο γηραιότερος φοιτητής της Ελλάδας. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, πολέμησε στον ΕΛΑΣ με τον Άρη Βελουχιώτη. Είναι ένα υβριδικό κόμικ που προσομοιάζει σε ντοκιμαντέρ, βασισμένο και στο αρχείο του ίδιου του Τρυφερούλη, που είχε την ευγένεια να μου παραχωρήσει ο γιος του. Το σχέδιο θα κάνει ο Θανάσης Πέτρου. Το μεθεπόμενο μεγάλο εγχείρημα θα είναι για τη σφαγή της Κατράνιτσας (σημερινοί Πύργοι) Εορδαίας, το μαρτυρικό χωριό του άλλου παππού μου. Έχω κάνει ήδη αρκετή έρευνα, χρειάζεται όμως χρόνος και πολλή δουλειά ακόμα… Και υπάρχουν αρκετές ιστορίες ακόμη να ειπωθούν. Ίσως να είναι ο εξορκισμός του τραύματος που θάψανε οι προηγούμενες γενιές για να έχουμε την πολυτέλεια πια εμείς να επεξεργαστούμε ψύχραιμα όσα συνέβησαν τότε, στον βαθμό που μας το επιτρέπουν οι διαθέσιμες πληροφορίες. Ο Πάνος Κρητικός, φίλος και εκδότης της Ένατης Διάστασης, μου λέει “Πού πας και μπλέκεις κάθε φορά; Γιατί δεν γράφεις απλώς μια ιστορία;” και γελάει, αλλά ξέρει ότι δεν μπορώ να κάνω αλλιώς!».
Οι δημιουργίες του Τάσου Ζαφειριάδη αποπνέουν μια κινηματογραφική αίσθηση, διαθέτοντας ένα εσωτερικό τέμπο και ένα υποδόριο μοντάζ που διαστέλλουν τον χρόνο και καταργούν εμμέσως τη γραμμικότητα. Πώς αντιμετωπίζει ο ίδιος τις εκλεκτικές συγγένειες του έργου του με το σινεμά, αλλά και τις άλλες τέχνες; «Τα κόμικς συγγενεύουν σίγουρα ως προς το οπτικό κομμάτι με τον κινηματογράφο και τη ζωγραφική, ενώ σε πολλά επιμέρους σημεία οι τεχνικές είναι ολόιδιες. Και φυσικά, καθώς περιέχουν και κείμενο, τα κόμικς συγγενεύουν και με τη λογοτεχνία, αλλά και οποιαδήποτε αφηγηματική τέχνη γενικότερα. Έχω επηρεαστεί οπωσδήποτε από τον κινηματογράφο αρκετά. Συνειδητά το Πτώμα είχε επιρροή από τον ρυθμό στο σινεμά του Βούλγαρη, ενώ το Γρα-Γρου από τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Σίγουρα επηρεάστηκα και από το χιούμορ τηλεοπτικών σειρών όπως οι Monty Python, το It’s Always Sunny in Philadelphia, το South Park κ.ά. Η λογοτεχνία, αλλά και η ιστορία γενικότερα, είναι μόνιμες πηγές ιδεών ή πραγματολογικών στοιχείων. Έχω επίσης επηρεαστεί από την ποίηση ως προς την επεξεργασία του κειμένου στα κόμικς, καθώς ο χώρος ανάπτυξης του κειμένου είναι σαφώς περιορισμένος και πρέπει να μάθει κανείς να είναι αποτελεσματικότερος με λιγότερες λέξεις. Επιρροή αποτέλεσε και η στοιχειοθεσία, ιδίως αφότου διάβασα κάποια βιβλία και κατανόησα λίγο πιο ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο στήνεται λειτουργικά ένα βιβλίο, κάτι που γινόταν ενστικτωδώς από μεριάς μου μέχρι τότε. Με τον Απόστολο Δάμιαλη, τον Λουκά Τσουκνίδα και πολλούς άλλους φίλους πειραματίζομαι εδώ και χρόνια σε μικρές αυτοεκδόσεις, με όχημα τη Λέσχη Φίλων Εικοστού Αιώνα. Τέλος πιστεύω ότι έχω “εκπαιδευτεί” από τους διάφορους σουρεαλιστές, καθώς και την ελληνική αυτοσχεδιαστική μουσική, στο να εμπιστεύομαι σε κάποιο βαθμό το τυχαίο και το πώς αυτό μπορεί να ενσωματωθεί αρμονικά σε μια προκαθορισμένη δομή».