Τα σφηνάκια του Οκτώβρη (για δύο βιβλία)
Χριστίνα Λιναρδάκη
ΣτίγμαΛόγου, 30 Οκτωβρίου 2025

Ο Μάγος Αλκαζάρ του Τάσου Ζαφειριάδη – ISBN 9786185697358
Η πόλη της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στο επίκεντρο της εξαιρετικής αυτής συλλογής (με τον ευρηματικό υπότιτλο «Είκοσι και έξι χρησμοί/ σκονάκια-αλοιφές-φυλαχτά/ προστασία από τα κακά πνεύματα» που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Το Ροδακιό) του κομίστα και ορθοδοντικού(!) Τάσου Ζαφειριάδη ο οποίος καταθέτει ένα άκρως ενδιαφέρον δείγμα γραφής που φλερτάρει με την υλικότητα ενώ συγχρόνως της αντιστέκεται:
Το ψάρι είναι
έχει χρώμα χρυσό
μαύρο.
Λέγεται pablogarcia
και είναι κάτοικος
Θεσσαλονίκης.
(εναρκτήριο άτιτλο ποίημα με την αρίθμηση I)
Οι ιστορικές μνήμες, όπως είναι ενσωματωμένες στα τοπόσημα της πόλης και όχι μόνο, γίνονται βασική ύλη του ποιητή ο οποίος τις αναδεύει όπως «…στη στάχτη με τη μασιά/ καρφιά και μεντεσέδες/ πυρακτωμένους […] Η μασιά μού καίει τη παλάμη,/ μα δεν την αφήνω» (από το ποίημα «III. Πλατεία Τερψιθέας»). Οι ιστορικές ωστόσο μνήμες μπλέκονται αξεδιάλυτα με τις ατομικές, οι οποίες μπορεί να αποκαλύπτονται, μπορεί όμως και να αποσιωπούνται, όπως στο αξιοσημείωτο ποίημα «XI. Στον πρώτο», το οποίο περιέχει την αναπάντεχη ιστορία ενός κουρέα, για την οποία το ποιητικό υποκείμενο μαθαίνει μόνον αφότου εκείνος φεύγει από τη ζωή. Κι αυτό γιατί «ανάμεσα στις ψαλιδιές» τού μιλούσε μόνο για μπάσκετ («για τον Γκάλη και τον Γιαννάκη»). Η αναφορά στην αποσιώπηση του κυρ-Νίκου μιλά για την ανάγκη που νιώθουν κάποιοι άνθρωποι να μη μιλούν για πράγματα ουσίας, αλλά για επικαιρικά, επειδή εάν μιλήσουν για τα πρώτα αυτά αποκτούν μια υλικότητα που είναι δύσκολο πια να αγνοηθεί. Και από αρκετά άλλα ποιήματα της συλλογής προκύπτουν παρόμοια συμπεράσματα.
Οι ανασυστημένες ατομικές μνήμες μετασχηματίζουν σε κάθε περίπτωση την πόλη σε ένα ζωντανό ψηφιδωτό ανθρώπων, στο οποίο καθένας μετέχει με τη δική του προσωπικότητα και ιστορία. Ωστόσο η πραγματικότητα, και ιδίως η ιστορική, παρουσιάζεται συστηματικά σαν ύλη που διαφεύγει:
Από ψηλά οι τρούλοι
σαν δέρμα δράκοντα
1.444 φολίδες
στις καμπούρες του χαμάμ.
Από δίπλα περνούσε χείμαρρος.
Τα ίχνη του πια μόνο σε τεφτέρια και υποθέσεις.
(από το ποίημα «XVIII. Χαμάμ δράκων»)
Η μνήμη εκβάλλει όμως στο παρόν όπου ζει ο ποιητής: «Φιλιόμασταν και γύρω μας έπεφταν ναπάλμ/ Α, λίγο ακόμα να κρατούσε/ μα έπαθε φούιτ η αγάπη μας/ πάτησε στην Κομνηνών τριβόλια» (από το ποίημα «V. Κομνηνών»). Η γλώσσα του είναι ο γοητευτικός συνδυασμός καθομιλουμένης, ανατρεπτικών εικόνων και μεταβάσεων που εξάπτουν τη φαντασία.
Η κυρίαρχη αίσθηση από τη συλλογή πάντως είναι εκείνη της βαθιάς αγάπης για μια πόλη που στάθηκε θεμέλιο της προσωπικής ιστορίας, πρώτο καταφύγιο, πρώτη μανία, πρώτη πληγή: «Αφού στραβός είναι ο βορράς της πόλης,/ όλα μοιάζουν λογικά» (από το άτιτλο ποίημα με την αρίθμηση ΧΙΧ) και που γι’ αυτό ακριβώς γίνεται αντικείμενο έρευνας:
Το Διάταγμα, λέει, της Θεσσαλονίκης
το υπέγραψαν στις 27 Φεβρουαρίου του 380 μ.Χ.
ο Θεοδόσιος ο Α’, ο Γρατιανός και ο Ουαλεντινιανός Β΄,
Συναυτοκράτορες
(πάντα της πάει αυτό το συν- της συμβασιλεύουσας)
…
(από το ποίημα «XX. Edictum ad populum»)
και εντέλει εργαλείο αυτογνωσίας: «ο καθαείς τη δική του πόλη ξέρει/ και μέσα κουβαλά/ και λεπτομέρειες οι άλλοι ας μη γνωρίζουν» (από το ποίημα «ΧΧΙΙΙ. Για παράδειγμα»). Γι’ αυτό και «Η καθ’ ημάς Θεσσαλονίκη/ δεν είναι/ η καθ’ υμάς Θεσσαλονίκη» (από το άτιτλο ποίημα με την αρίθμηση ΧΧVI) – ούτε θα γίνει ποτέ, ας συμπληρώσω.
Σε πολλά ακόμη σημεία θα μπορούσα να σταθώ σε αυτή την άρτια, κατά τη γνώμη μου, από όλες τις απόψεις, συλλογή, πρώτη ατομική του Τάσου Ζαφειριάδη.
[…]