ΑΦΙΕΡΩΜΑ: H ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ TOY 2018
Τάσος Ζαφειριάδης: Θέλω να καταγράψω τη μόνιμη δυστυχία του ανθρώπου με φόντο την Ιστορία του τόπου
Ο δημιουργός του Γρα-Γρου, ενός από τα καλύτερα graphic novel που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα, μιλά στο LiFO.gr.
M. Hulot
26.3.2018 | 09:45
Η κύρια ιδιότητα του Τάσου Ζαφειριάδη είναι ορθοδοντικός, διδάκτωρ Οδοντιατρικής του ΑΠΘ, παράλληλα όμως ασχολείται με τα κόμικς ως «δημιουργός μερικής απασχόλησης».
Έχει φτιάξει σκίτσα, έχει γράψει σενάρια και κείμενα, έχει δημοσιεύσει αρκετά κόμικ-στριπ σε έντυπα, εφημερίδες και ιστοσελίδες, έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έχει κερδίσει βραβεία.
Η τελευταία του δουλειά, το Γρα Γρου, που δημιούργησε μαζί με τον Γιάννη Παλαβό σε σκίτσα του Θανάση Πέτρου, είναι ένα από τα καλύτερα graphic novel που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα.
Με αυτή την αφορμή συναντηθήκαμε στη Θεσσαλονίκη, την πόλη του, την ιστορία της οποίας μελετάει σχολαστικά εδώ και χρόνια και γνωρίζει όσο λίγοι.
Στην πορεία της κουβέντας μας συνειδητοποίησα ότι όταν αρχίσει να διηγείται ιστορίες χάνεις την αίσθηση του χρόνου και ότι μιλώντας μαζί του πέρασε τόσο γρήγορα η ώρα, που κόντεψα να χάσω το αεροπλάνο.
Γενικά, είναι προβληματική η σκηνή των κόμικς στην Ελλάδα, γίνονται αρκετές δουλειές, αλλά οι περισσότεροι βιοπορίζονται από κάπου αλλού.
«Το Γρα Γρου έχει πάει αρκετά καλά, έχει φτάσει στα 2.000 αντίτυπα και τώρα ετοιμάζεται δεύτερη έκδοση» λέει με χαρά. «Είναι καθαρά βορειοελλαδίτικα και το στόρι και η τοποθεσία.
Ήταν ένα εστιατόριο το οποίο είχε ανοίξει ως χάνι το 1925 και υπήρχε μέχρι το 2004, στο πλάι του παλιού δρόμου της Καστανιάς Ημαθίας στο Βέρμιο, που ένωνε τη Βέροια με την Κοζάνη. Ήταν ο βασικός δρόμος, αν ήθελες να πας δυτικά.
Ήταν μια διαδρομή μιας ώρας κανονικά, αλλά ποτέ δεν έκανες μία ώρα, γιατί ή θα είχε πολλά αυτοκίνητα, ή θα έβρισκες μια νταλίκα που θα μετέφερε χημικά και θα πήγαινε με 30, ή θα είχε ομίχλη, χιόνι ή βροχή και κάποιος θα ντελαπάριζε, κάποιος θα πήγαινε αργά και θα γλιστρούσε, οπότε έκλεινε ο δρόμος και έκαναν ουρές τα αυτοκίνητα. Έχω κάνει και πεντάωρο να φτάσω μέχρι εκεί. Σήμερα, με την Εγνατία, πας σε ένα μισάωρο.
Σε μια στροφή, λοιπόν, στο χωριό Καστανιά, έβρισκες ένα μικρό εστιατόριο, ένα χαμηλό προσφυγικό κτίσμα στην ουσία, που ανήκε σε οικογένειες Ποντίων – η Καστανιά είναι ένα καθαρά ποντιακό χωριό.
Εκεί έβρισκες το άρωμα της παλιάς Ελλάδας που δεν υπάρχει πια ή, αν έχει παραμείνει κάτι, συντηρείται με τον αέρα του μυθικού, δεν είναι πια απροσποίητο. Ήταν ένα χαρακτηριστικό κτίσμα, άλλο ένα τοπόσημο που για μένα ήταν ένα μεταβατικό στάδιο.
Το περίμενα να περάσει από το παράθυρο γιατί σήμαινε ότι ήμουν ένα βήμα ακόμα πιο κοντά για το σπίτι μου, ενώ υπήρχε και μια ιδέα στα όρια του φανταστικού με τη γέφυρα που χάνεται στην ομίχλη, μια εικόνα ταρκοφσκική. Κι επειδή εκείνη η περιοχή έχει πολλή ομίχλη τον χειμώνα, κάπως ήθελα να συνδυάσω αυτά τα δύο.
Η τελευταία στάση πριν από αυτό το πέρασμα είναι το Γρα-Γρου. Η ιστορία μοιάζει με το Μετέωρο βήμα του πελαργού.
Μιλάει για όλα αυτά τα εσωτερικά διλήμματα στα οποία βρίσκεται κάποιος που πρέπει να περάσει τη γέφυρα, τον δισταγμό πριν από την αλλαγή, τις αποφάσεις που θα πάρει και δεν θα μπορεί να γυρίσει πίσω μετά.
Για καθένα μπορεί να είναι οτιδήποτε αυτό: το να παρατήσει μια δουλειά, να παντρευτεί, να χωρίσει, να φύγει από τη χώρα, να αποδεχτεί τον εαυτό του.
Στο βιβλίο υπάρχει μια σειρά χαρακτήρων που έχουν αυτό το δίλημμα: το να περάσουν ή όχι τη γέφυρα, χωρίς να ξέρουν τι είναι απέναντι.
Η Εγνατία και όλο αυτό το τεράστιο έργο με τις γέφυρες είναι η σύγχρονη εκδοχή του έργου των μαστόρων και υπάρχει παραλληλισμός της ιδέας της θυσίας για να χτιστεί το γεφύρι με την ιδέα της θυσίας για την πρόοδο γενικά.
Η τοπική κοινωνία έχει νεκρώσει εξαιτίας της Εγνατίας Οδού – εξαιτίας της προόδου.
Οι άνθρωποι ζούσαν για χρόνια πουλώντας ζώα, φρούτα, μαρμελάδες. Το ίδιο έγινε και με το Γρα Γρου που έκλεισε και μετά από λίγο, κατεδαφίστηκε από τους ιδιοκτήτες του».
— Θα συνεχίσεις να ασχολείσαι με την ιστορία της περιοχής στα επόμενα έργα σου;
Αυτό που σκοπεύω να κάνω είναι μια συλλογή που να φωτογραφίζει, λίγο-πολύ, τον 20ό αιώνα, λίγο πριν και λίγο μετά. Πρακτικά θέλω να καταγράψω αυτή την ατέλειωτη γραφή του αίματος, όπως λέει ο Μπακόλας, τη μόνιμη δυστυχία του ανθρώπου με φόντο την ιστορία του τόπου αλλά και την επίδραση που έχει στην προσωπική ιστορία του καθενός.
Νομίζω πως γι’ αυτό με γοητεύουν αυτές οι ιστορίες. Μου φαίνεται συγκλονιστικό, για παράδειγμα, το ότι η γιαγιά μου είδε τρεις φορές ως παιδί το σπίτι της να καίγεται.
Τη μία από Ιταλούς, την άλλη από Γερμανούς, την άλλη από κομμουνιστές, και ότι οι άνθρωποι μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να σκοτωθούν, να εκτελεστούν.
Ο παππούς μου απ’ τη μεριά του πατέρα μου ήρθε έξι χρονών στη Θεσσαλονίκη, πρόσφυγας. Το ’23 η γιαγιά μου ήρθε μωρό εδώ, επίσης πρόσφυγας. Στο καραβάνι, όπως έρχονταν, έπεσε το μωρό απ’ το κάρο. Ήταν όλοι ζαλισμένοι, ψόφιοι απ’ τη κούραση και το μωρό τούς έπεσε.
Λίγο μετά, ευτυχώς, περνούσε η θεία της και άκουσε το μωρό να κλαίει και το βρήκε πεταμένο, μέσα στη λάσπη. Από τύχη σώθηκε και κάπως έτσι υπάρχω κι εγώ. Πέρσι έκανα με σχεδιαστή τον Τόμεκ Γιοβάνη μια ιστορία, ένα δισέλιδο κόμικ με αυτό, σε αντιδιαστολή με το σύγχρονο προσφυγικό.
Μιλάμε για βιβλική μετακίνηση πληθυσμών που ήρθαν εδώ, δεν ήταν απλώς πρόσφυγες. Το νούμερο είναι εξαιρετικά μεγάλο, μια ολόκληρη χώρα.
Εγώ, ένα παιδί που γεννήθηκε το ’81, πάντα την έβρισκα αδιανόητες αυτή την ιστορία. Ήταν σαν να μου έλεγαν παραμύθια. Και από μικρός αυτά ρωτούσα να μάθω πάντα, για τους Γερμανούς, τις εκτελέσεις, τέτοια γεγονότα.
Η γιαγιά μου δεν μου έλεγε παραμύθια, την έβαζα να μου διηγείται αληθινές ιστορίες. Ο προπάππους μου έκανε 7 χρόνια να γυρίσει από τον πόλεμο, τον Α’ Παγκόσμιο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Περισσότερο απ’ όσο κράτησε το διδακτορικό μου. Συγκρίνω τη ζωή μου με αυτές τις ζωές και είναι σαν να μη δικαιούμαι να πω ότι έχω πρόβλημα.
Η γιαγιά μου μού είχε πει για την πρώτη φορά που κάηκε το σπίτι της, που είχαν βρει το γουρούνι καμένο στην αυλή.
Ή όταν είχαν επιτάξει το σπίτι οι Ιταλοί και όταν έφυγαν τελικά έβγαζαν τη λάσπη από μέσα με το φτυάρι. Ήταν λάσπη που είχαν μεταφέρει με τα παπούτσια τους.
Ένας θείος μου ήταν επιζών απ’ την Κατράνιτσα Εορδαίας (σήμερα Πύργοι), όπου έγινε σφαγή από τους Γερμανούς. Ήταν 9 χρονών και ήταν στη γιαγιά του.
Η μαμά του ήταν στο Αμύνταιο και αυτός είχε πάει εκεί. Είχε μάθει δυο-τρεις λέξεις στα γερμανικά, σήκωσε τα χέρια όταν ήρθαν οι Γερμανοί και γλίτωσε.
Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα είχα κάνει εγώ. Απορώ πώς βγήκαν φυσιολογικοί άνθρωποι μετά από όλα αυτά που πέρασαν και σήμερα δεν μπορείς να συνέλθεις από καμία δυσκολία. Με αυτά θέλω να ασχοληθώ.
Στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα βρήκα σε έναν κατάλογο φονευθέντων του 1908 ότι ένας προ-προπάππους μου σκοτώθηκε από Βούλγαρους στον δρόμο.
Είχε δώσει στους Έλληνες του Μακεδονικού Αγώνα τσαρούχια και ρουχισμό, του ζήτησαν και οι Βούλγαροι και αυτός δεν τους έδωσε, παρόλο που του είχαν πει οι Έλληνες “δώσε για να είσαι ασφαλής”.
Αρνήθηκε και σκότωσαν πρώτα τον αδερφό του και μετά αυτόν. Τον είχε σώσει το άλογο δύο φορές, αλλά την τρίτη κατάφεραν να τον σκοτώσουν.
Στον κατάλογο έλεγε “φονευθείς καθ’ οδόν” και για πρώτη φορά έχουμε ημερομηνία του φόνου: 11 Μαρτίου 1908, 110 χρόνια πριν. Όσο πιο πίσω πας, βρίσκεις αίμα, μόνο αίμα. Φοβερές ιστορίες.
Γυρνούσαν τα άλογα μόνα τους στο σπίτι και έβρισκαν οι συγγενείς του ανθρώπου το κεφάλι του στο δισάκι. Δεν μπορείς να χωνέψεις ότι αυτό συνέβαινε και ότι μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή.
Έχουμε την αίσθηση ότι ο πολιτισμένος κόσμος είναι αυταπόδεικτος και ότι έχει αλλάξει κάτι από τότε, αλλά αυτό δεν ισχύει.
— Τι έχει αλλάξει;
Έχει αλλάξει η πόλη. Ειδικά τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια βλέπεις κόσμο στον δρόμο να μιλάει αγγλικά και δεν είναι καν καλοκαίρι. Αυτό δεν το έβλεπες πριν, δεν έβλεπες ξένους. Η Αθήνα δεν παλεύεται, το κέντρο της. Είχα πάει πρόσφατα στα Εξάρχεια και με έπιασε δύσπνοια από τα καμένα πλαστικά.
Κι εδώ όμως έχουμε γίνει λίγο Άμστερνταμ, ο μπάφος πάει σύννεφο στην Ικτίνου, το βράδυ γίνεται χαμός, πολλή βρομιά, μπύρες παντού.
Δεν μου αρέσει αυτή η εικόνα, γιατί εκεί πήγαινα σχολείο και θυμάμαι να είναι πολύ πιο καθαρά. Αν ρωτήσεις τον μέσο Θεσσαλονικιό θα σου πει ότι η πόλη είναι βρόμικη, αλλά οι τουρίστες που έρχονται και μένουν λένε ότι είναι καθαρή.
Στην Αθήνα έζησα από το 2005 ως το 2010, σε καλές εποχές, όταν έφευγα είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα. Θυμάμαι, ήθελα να φύγω τότε, μου έλειπε η Θεσσαλονίκη. Τώρα μου λείπει κάπως η Αθήνα.
Η καθημερινότητά μου εδώ, όμως, είναι πολύ πιο άνετη, μένω στο κέντρο και πηγαίνω παντού με τα πόδια. Φαντάσου, χρησιμοποιώ το αυτοκίνητο τόσο σπάνια, που έχω μείνει δυο φορές από μπαταρία.
Μου αρέσει που η Θεσσαλονίκη περνάει μια πιο εξωστρεφή περίοδο σε σχέση με παλιότερα. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται σε ενέργειες του δημάρχου, αλλά κατά τη διάρκεια της θητείας του ο τουρισμός έχει ανέβει πάρα πολύ.
Ο δήμαρχος μπορεί να έχει καλές προθέσεις, αλλά πολλές φορές δεν διαχειρίζεται και τόσο καλά τα πράγματα και τρώει αυτογκόλ.
Κάποια πράγματα που “καίνε” θα μπορούσε να τα διαχειριστεί καλύτερα και πιο σοβαρά. Επίσης, δίνει τροφή στους αντιπάλους του, ενώ θα μπορούσε να μην το κάνει.
— Τι κάνει τη Θεσσαλονίκη αυτό που είναι;
Η Θεσσαλονίκη είναι πιο ανθρώπινη πόλη από την Αθήνα. Ένας βασικός λόγος είναι το μέγεθός της, που είναι πιο διαχειρίσιμο. Μένω στο κέντρο και μετακινούμαι με τα πόδια.
Στην Αθήνα πρέπει να γίνει ολόκληρος αλγόριθμος για να βρεθείς με φίλους, εδώ παίρνεις τηλέφωνο και σε είκοσι λεπτά μπορεί να βρεθείς με την παρέα.
Είναι μια πόλη που δεν είναι ούτε μικρή ούτε μεγάλη. Σε σχέση με την Αθήνα έχεις την αίσθηση του χωριού, αλλά το καλό είναι ότι είναι διαχειρίσιμη.
Το κλισέ των τελευταίων χρόνων είναι αυτό το πολυπολιτισμικό, που στην ουσία είναι μια επανεξέταση και τώρα απασχολεί τη δημόσια σφαίρα πιο πολύ απ’ ό,τι παλιά.
Διαβάζω τώρα για τα οθωμανικά μνημεία, για το οθωμανικό παρελθόν, για όλα αυτά για τα οποία δεν είχα ιδέα όταν ήμουν παιδί. Για να μάθω για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης έψαξα μόνος μου και διάβασα.
Υπήρχε μια ασαφής ιδέα για το τι είχε συμβεί, ξέραμε ότι κάποτε υπήρχαν και μετά έπαψαν να υπάρχουν.
Ως φοιτητής επισκέφτηκα το Άουσβιτς και εκεί είδα ένα εισιτήριο του ΟΣΕ Θεσσαλονίκης και τότε το θεώρησα μάλλον τυχαίο.
Αργότερα, που διάβασα για το θέμα, συνειδητοποίησα πως ο άνθρωπος που το είχε χρησιμοποιήσει ήταν Θεσσαλονικιός, σχεδόν όλοι οι Θεσσαλονικείς είχαν εκτοπιστεί εκεί.
Έχουν διατηρηθεί πολλά χαμάμ στη Θεσσαλονίκη. Τώρα γίνονται αναβαθμίσεις σε αρκετές γειτονιές.
Η γειτονιά των Δώδεκα Αποστόλων έχει αναδείξει ένα βυζαντινό μνημείο που πιο παλιά δεν θα πρότεινες σε κάποιον να πάει να το δει.
Υπάρχουν κι άλλα μνημεία που είναι σε αναμονή, αλλά σιγά-σιγά κάτι γίνεται. Αναστηλώθηκε το βυζαντινό λουτρό πρόπερσι, αλλά ανοίγει μόνο για συγκεκριμένες εκδηλώσεις, έχει πρόβλημα στελέχωσης.
Τελευταία τοποθετήθηκαν έξω από κάποια μνημεία πληροφοριακές πινακίδες, τις οποίες βέβαια τις καταστρέφουν συνεχώς. Στη Γούναρη οι μισές πινακίδες που έβαλαν καταστράφηκαν την πρώτη εβδομάδα. Αυτό που λένε “Βυζαντινή Θεσσαλονίκη” έχεις την αίσθηση ότι όντως υπάρχει γύρω σου.
Και έχουν μείνει και πολλά σπίτια και αστικά κτίρια που είναι τα τελευταία οθωμανικά κτίσματα, αλλά και της περιόδου ’30-’40 και ’50 σε γειτονιές που έχουν διατηρηθεί και είναι ακόμη όμορφες.
Το “κόκκινο σπίτι” είναι από τα πολύ ιδιαίτερα του εκλεκτικιστικού στυλ με στοιχεία δανεισμένα από διάφορα άλλα στυλ και περίμενε χρόνια την αναστήλωσή του.
Ευτυχώς, πάντως, που το αγόρασε κάποιος και τώρα το χτίζει, γιατί είχε αφεθεί στη μοίρα του για αρκετό καιρό. Ήταν να το απαλλοτριώσουν όταν ήταν ο Σαμαράς υπουργός Πολιτισμού, δεν προχώρησε τελικά, αλλά για καλή του τύχη το πήρε κάποιος ιδιώτης ‒ το θέμα είναι να μείνει όρθιο.
— Αν ερχόταν κάποιος ξένος και έπρεπε να τον ξεναγήσεις στην πόλη, πού θα τον πήγαινες;
Από τις πιο όμορφες βόλτες που μπορείς να κάνεις είναι ο γύρος των τειχών της Θεσσαλονίκης. Στην ανατολική πλευρά φαίνονται ακόμα, ενώ στη δυτική πλευρά, όσα τείχη υπάρχουν, είναι κρυμμένα από κτίρια.
Είναι φοβερό, γιατί η βόλτα αυτή σου δείχνει ακριβώς το μέγεθος της παλιάς πόλης. Είναι μια βόλτα μερικών ωρών, αλλά αξίζει.
Μετά θα πηγαίναμε σε μνημεία που δεν φαίνονται και τόσο εύκολα, όπως το Αλατζά Ιμαρέτ, το παλιό τζαμί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις πολυκατοικίες στην οδό Κασσάνδρου, ένα πολύ καλά διατηρημένο τζαμί. Και τα μουσεία είναι καλά, και το Αρχαιολογικό και το Βυζαντινό.
Το μουσείο του Λευκού Πύργου παρουσιάζει την ιστορία της Θεσσαλονίκης πολύ ωραία και συνδυάζεται με βόλτα στην παραλία, που είναι must. Χωρίς την παραλία, η Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει.
Είναι κατασκεύασμα του 20ού αιώνα, η παλιά πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν αποκομμένη από τη θάλασσα, λόγω των τειχών, τα οποία γκρέμισαν τέλη 19ου αιώνα.
Θα τον πήγαινα στη Ροτόντα, σίγουρα. Έχει, επίσης πολύ αξιόλογο φαγητό η Θεσσαλονίκη. Μου αρέσει πολύ η Νέα Φωλιά, το Εξτραβαγκάντζα, το Μετρ και Μαργαρίτα, το Σέμπρικο, η Παλιά Αθήνα στην Τούμπα, το Όμικρον στα Λαδάδικα.
Για όποιον ενδιαφέρεται για Ιστορία, το κέντρο της πόλης είναι ιδανικό, γιατί έχει πολλές εποχές. Έχει αρχαία, ρωμαϊκά, έχει βυζαντινά, χριστιανικά, οθωμανικά, εβραϊκά, εξαιρετικά αστικά κτίσματα του 20ού αιώνα. Και το συμμαχικό νεκροταφείο είναι πολύ σημαντικό, το μεγάλο απομεινάρι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τη δεκαετία του ’80 μεγάλο μέρος της Άνω Πόλης χρίστηκε διατηρητέο και είναι σημαντικό γιατί έτσι διατηρείται ο χαρακτήρας της πόλης. Πολλές φορές ακούμε να πέφτουν κτίρια, γιατί δεν συντηρούνται.
Πρόσφατα κάηκε από επεισόδια ένα πολύ σημαντικό κτίριο μιας αίρεσης εβραϊσμού και μουσουλμανισμού, των Ντονμέ, ένα μεσσιανικό δόγμα του 17ου αιώνα.
Οι περισσότεροι έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών και στη Χαλκηδόνα στην Τουρκία υπάρχει το νεκροταφείο τους που λέγεται Σελανικλί, δηλαδή «των Θεσσαλονικιών».
Ο πύργος Μον Μπονέρ έχει πάρει φωτιά αρκετές φορές και σε λίγο μάλλον θα πέσει. Τα διατηρητέα θέλουν πολλά χρήματα για να συντηρηθούν.
— Τι δεν έχει η πόλη;
Κάτι που ίσως λείπει είναι η εύκολη μετάβαση στο εξωτερικό, αν και έχει βελτιωθεί αρκετά τελευταία. Χωρίς να θέλω να πω ότι είναι τέλεια η Θεσσαλονίκη, δεν μπορώ να πω ότι μου λείπει και κάτι συγκεκριμένο από την καθημερινότητά μου.
Είναι όσο ανθρώπινη θέλω, φεστιβάλ γίνονται, συναυλίες γίνονται. Έχει δύο events κόμικς που πάνε αρκετά καλά.
Γενικά, είναι προβληματική η σκηνή των κόμικς στην Ελλάδα, γίνονται αρκετές δουλειές, αλλά οι περισσότεροι βιοπορίζονται από κάπου αλλού.
Η παραγωγή των κόμικς απαιτεί πολλές εργατοώρες, οι οποίες πρακτικά είναι απλήρωτες ‒ πρέπει να το κάνεις από τον ελεύθερό σου χρόνο ή να παρακάμψεις κάτι άλλο.
Μία έκδοση κατά κανόνα δεν βγάζει τα λεφτά της ή τα βγάζει οριακά, εκτός από κάποιες περιπτώσεις μπεστ σέλερ που είναι οι εξαιρέσεις στον κανόνα, όπως ο Ερωτόκριτος και η Δημοκρατία. Συνήθως το τιράζ είναι χιλιάδα, αλλά έχει πέσει και αυτό στα πεντακόσια.
— Από πότε σχεδιάζεις;
Από παιδί, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Νομίζω ότι στην αρχή απλώς αντέγραφα ό,τι κόμικ έπεφτε στα χέρια μου, τα Μίκι Μάους. Τα αντιγράφαμε με φίλους.
Όταν είχε βγει το Κόμιξ, το 1988, ήμουν 7 χρονών και όλη η παρέα είχε σοκαριστεί. Θυμάμαι, βλέπαμε διαφορά στην ποιότητα των ιστοριών και στο σχέδιο.
Υπήρχε περίοδος που κάθε μήνα που έβγαινε το καινούργιο τεύχος, αφού το διαβάζαμε, αντιγράφαμε το εξώφυλλο. Όταν έβγαινε το τρίτο τεύχος, διαβάζαμε ξανά και το πρώτο και το δεύτερο.
Τώρα το έχω εγκαταλείψει λίγο το σχέδιο γιατί δεν προλαβαίνω καθόλου. Η κύρια απασχόλησή μου είναι ορθοδοντικός.
Τα κόμικς θέλουν εργατοώρες και δεν γίνονται τόσο εύκολα, θέλουν χρόνο. Η επίσημη εκδοτική μου πορεία ξεκίνησε το 2005 μαζί με το μεταπτυχιακό μου.
Είχε βγει ένα άλμπουμ, το Σπιπ και Σπαφ το 2005. Το 2007 βγήκε ο Κυρ-Κονγκ και άλλες ιστορίες ‒ το καλοκαίρι τα έστηνα και κυκλοφορούσαν το χειμώνα.
Προς το τέλος του μεταπτυχιακού ξεκίνησα το Intra Muros μαζί με τον Πέτρο Χριστούλια, αναγκαστικά με συνεργασία, γιατί δεν υπήρχε πια καθόλου χρόνος να κάνω και το σχέδιο.
Τώρα δεν το σκέφτομαι πια έτσι, αλλά αν με ρωτούσε κάποιος τότε, θα έλεγα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κάνει άλλος τα σχέδια για τα σενάριά μου.
Ο τρόπος που κάνω τα σχέδιά μου σε συνδυασμό με τα σενάρια διαφέρει από δουλειά σε δουλειά, από το μέγεθος του έργου και το στυλ.
Αν είναι να κάνεις στριπάκια των τριών καρέ, ο ρυθμός λίγο-πολύ είναι αυτόματα προκαθορισμένος. Είναι δυο-τρία βήματα και γράφονται μαζί με το σκίτσο. Το Γρα-Γρου είναι μια μεγάλη παραγωγή.
Υπήρχε μια κεντρική ιδέα, ο πυρήνας μιας ιστορίας, μια δική μου ιδέα που τη μοιράστηκα στην συνέχεια με τον Γιάννη Παλαβό, με τον οποίο είχαμε δουλέψει ξανά μαζί στο Πτώμα. Υπάρχουν φορές που μπορεί να μη συμφωνούμε σε όλα, αλλά βρίσκουμε τη λύση κάπου στη μέση.
— Γράφεις και κείμενα, εκτός από τα κόμικς;
Έχω βγάλει μια ποιητική συλλογή με χαϊκού απ’ όταν υπηρετούσα τη θητεία μου κι έχω γράψει διηγήματα. Τελικά, όμως, διαλέγω το κόμικ. Η λογοτεχνία χρειάζεται μεγαλύτερο σεβασμό.
Info:
Το Γρα-Γρου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίκαρος. Την Τετάρτη 28 Μαρτίου στις 19:00, οι εκδόσεις Ίκαρος και η Athens Comics Library σας προσκαλούν στην παρουσίαση του graphic novel Γρα-Γρου των Τάσου Ζαφειριάδη, Γιάννη Παλαβού και Θανάση Πέτρου, σε μουσική του Μιχάλη Σιγανίδη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO