Εντός (και εκτός) των Τειχών
Γιάννης Κουκουλάς
Εφ.Συν., 14.05.16
Στα σύγχρονα κόμικς οι τσιμεντένιοι όγκοι των πόλεων, οι αφιλόξενοι κι επικίνδυνοι δρόμοι, τα σκοτεινά διαμερίσματα, οι βρόμικοι ακάλυπτοι γίνονται σκηνικά που επηρεάζουν καθοριστικά τις ανθρώπινες ζωές και τείχη που τις εγκλείουν αναπόδραστα. Οπως αυτή του πρωταγωνιστή στο «Intra Muros» (εκδ. Ενατη Διάσταση) των Τάσου Ζαφειριάδη και Πέτρου Χριστούλια.
«Πρέπει να βγω έξω! Είμαι πλέον οργανικό μέρος του σπιτιού μου. Εγώ είμαι ο πυρήνας, και οι κατσαρίδες τα ριβοσώματα. Οι τοίχοι είναι η κυτταρική μου μεμβράνη – ημιπερατή. Το σπίτι μου είναι κύτταρο και ούτε καν είναι δικό μου. Το νοικιάζω… Απόπτωση!» μονολογεί ο πρωταγωνιστής του «Intra Muros». Εχοντας τη μορφή του Τάσου Ζαφειριάδη, ενός από τους πιο ευφυείς και παραγωγικούς δημιουργούς κόμικς της χώρας μας. Τα σχέδια υπογράφει ο Πέτρος Χριστούλιας, σε ακόμη μία σπουδαία συνεργασία των δύο καλλιτεχνών μετά τα «Χαρακώματα» και το «Σλαπ».
Δεν πρόκειται, όμως, για μια καινούργια δουλειά, αλλά για τη συγκεντρωτική έκδοση των ιστοριών που δημοσιεύονταν στο περιοδικό «9» της «Ελευθεροτυπίας» και είχαν κυκλοφορήσει σε τόμο το 2010. Περιλαμβάνονται, ωστόσο, και αρκετές αδημοσίευτες, τότε, σελίδες αλλά και πλούσια «extras», προσχέδια, επεξηγηματικά σημειώματα, πειραματικά κι εναλλακτικά εξώφυλλα, σχέδια φίλων (Μαραγκός, Frogs and Dogs, Διαλυνάς, Κιουτσιούκης, Τσίλης, Κυριακάκης, Σταμπουλής, ακόμα και Moebius!).
Στο επίκεντρο βρίσκεται η ατέρμονη αστική περιπέτεια ενός νέου ανθρώπου που πασχίζει να προσαρμοστεί σε μια εχθρική πόλη με όπλα του την καλπάζουσα φαντασία και την προσωπική, σουρεαλιστική μεταμόρφωση των αντικειμενικών δυσχερειών σε ατομικές λύσεις. «Η πόλη μου είναι βυθισμένη στην ομίχλη. Φεύγω για μεταπτυχιακό σε άλλη πόλη. Το σπίτι μου είναι ένα τεράστιο κύτταρο και το νοικιάζω. Απαίσιες πλατείες. Εμπορικά κέντρα. Κεραίες και ηλιακοί θερμοσίφωνες. Ακάλυπτοι και φωταγωγοί. Αχτένιστες ταράτσες. Καφές και διαδίκτυο. Φαγητό σε πακέτο. Κλιματιστικά που στάζουν. Εξαέρωση. Κρυμμένα μηνύματα. Αϋπνία. Φυγή στο φανταστικό. Ο κόσμος μεγαλώνει ή εγώ μικραίνω; Ή απλώς νιώθω ότι πρέπει να μεγαλώσω απ’ την αρχή;» αναρωτιέται ο Ζαφειριάδης, συνοψίζοντας σε αυτές τις ρητορικές ερωτήσεις τα αδιέξοδα ενός ανθρώπου που νιώθει εγκλωβισμένος.
Αλλά δεν το βάζει κάτω και επινοεί επαναληπτικά το προσωπικό του μικρο-σύμπαν. Το κατασκευάζει κάθε μέρα με διαφορετικό τρόπο ώστε να τον χωρά και να γίνεται υποφερτό. Επιστρατεύει την αστείρευτη φαντασία του και το ελεύθερο παιχνίδι, βρίσκει ερείσματα στις συμφιλιωτικές διαθέσεις με τον «κόσμο εκεί έξω» που κάθε άνθρωπος διαθέτει και που συνήθως ανταγωνίζονται σε μια άνιση διελκυστίνδα με την απάθεια, την απόσυρση ή ακόμα και το μίσος.
Ο Μισέλ Ντε Σερτό στο βιβλίο του «Επινοώντας την καθημερινή πρακτική – Η πολύτροπη τέχνη του πράττειν» (εκδ. Σμίλη) υπερασπίζεται με σθένος τις υποτιμημένες και αχαρτογράφητες ως «ταπεινές και ανάξιες» πρακτικές επιβίωσης, που σχηματίζουν, ωστόσο, νησίδες ελευθερίας, μετατρέποντας την τάχα a priori και τελεσίδικη παθητικότητα του καταναλωτή σε δημιουργικότητα και επινοητικότητα. Σε αντιδιαστολή με τη σφοδρότητα της κριτικής του Φουκό απέναντι στη μικροφυσική της εξουσίας, όπως αναλύεται στο «Επιτήρηση και Τιμωρία», o Ντε Σερτό γράφει: « Αυτοί οι “τρόποι του πράττειν” συνιστούν τις χιλιάδες πρακτικές μέσω των οποίων οι χρήστες επανιδιοποιούνται τον χώρο που οργανώνεται από τις τεχνικές της κοινωνικοπολιτιστικής παραγωγής. Θέτουν ερωτήματα ανάλογα και αντίθετα με όσα πραγματεύεται το βιβλίο του Φουκό: ανάλογα, εφόσον το ζητούμενο είναι να διακρίνουμε τις σχεδόν μικροβιακές τελέσεις που θρασομανούν στο εσωτερικό των τεχνοκρατικών δομών και εκτρέπουν τη λειτουργία τους εφαρμόζοντας μια πληθώρα “τακτικών” αρθρωμένων πάνω στις “λεπτομέρειες” της καθημερινής πρακτικής· αντίθετα, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι πια να διευκρινίσουμε πώς η βία της επιβεβλημένης τάξης μεταλάσσεται σε πειθαρχική τεχνολογία, αλλά να φέρουμε στο φως τις λαθραίες μορφές που προσλαμβάνει η σκόρπια, μαστορευτική και τακτικού τύπου δημιουργικότητα των ομάδων ή των ατόμων που έχουν πιαστεί εφεξής στα δίχτυα της “επιτήρησης”. Οι διαδικασίες αυτές και τα τεχνάσματα των καταναλωτών συνθέτουν, σε τελική ανάλυση, το δίκτυο μιας αντιπειθαρχίας».
Στο πλαίσιο αυτών των πολύμορφων καθημερινών πρακτικών και τεχνασμάτων αντιπειθαρχίας και εναντίωσης στη νομοτέλεια, ο αυτοσαρκαστικά μικροσκοπικός -όχι όμως πάντα- πρωταγωνιστής του «Intra Muros» επανιδιοποιείται το ανθρωπογενές περιβάλλον της πόλης, μυρίζει τη ρίγανη στον μπαχτσέ της διπλανής πολυκατοικίας, παίρνει τη Θεσσαλονίκη ολόκληρη πάνω στο ποδήλατό του, εξαφανίζει από τον χάρτη την πλατεία Ομονοίας, κόβει βόλτες πάνω σε μαγικό ιπτάμενο χαλί, απολαμβάνει τα θερινά σινεμά, τα διατηρητέα κτίρια και το φθινοπωρινό ψιλόβροχο, ταξιδεύει στους λαβυρινθώδεις υπονόμους, φτιάχνει με το μυαλό του φανταστικούς αστερισμούς και αλυχτά στο σεληνόφως, συνομιλεί με τα αγάλματα και με τους εξωγήινους που σταμάτησαν πάνω απ’ τη γειτονιά. Δεν μένει όμως μόνο “intra muros”. “Γκρεμίζει” τα τείχη και βγαίνει έξω από τα φυσικά ή εγκεφαλικά σύνορα της πόλης.
Συχνά-πυκνά οι ιστορίες αλλάζουν τίτλο και γίνονται Extra Muros. Ο Ζαφειριάδης ταξιδεύει ως εξερευνητής στη ζούγκλα, γίνεται σιωπηλός αστροναύτης κι αγναντεύει τον γαλάζιο πλανήτη, βυθίζεται στα Χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου, μεταμορφώνεται σε πιλότο και γαζώνει γερμανικά μαχητικά, μάχεται με τον δράκο για τα μάτια μιας πριγκίπισσας, γαντζώνεται στα αστέρια, παίζει φλογέρα στα πρόβατα και περιδιαβαίνει την πόλη χίλια χρόνια μετά.
Οι αποδράσεις του, βέβαια, δεν έχουν πάντα αίσια κατάληξη. Επιβιβάζεται σε ρώσικο πύραυλο κι εκτοξεύεται από μια κονστρουκτιβιστική κατασκευή, όπως ο Πύργος του Τάτλιν, για να προσσεληνωθεί στο μάτι του φεγγαριού του Ζορζ Μελιές από το Ταξίδι στη Σελήνη, ψαρεύει αρβύλες στους πάγους δίπλα σε απορημένες φώκιες και τρέπεται σε φυγή μετά τη μονομαχία του στην Αγρια Δύση, μια και είναι τόσο μικροσκοπικός που δεν μπορεί να σηκώσει καν το πιστόλι. Στα φανταστικά αυτά ταξίδια “στο μυαλό του Τάσου Ζαφειριάδη”, ο ιδανικός συνεπιβάτης είναι τα καταπληκτικά σχέδια του Πέτρου Χριστούλια που εικονογραφεί την πόλη από κάθε οπτική γωνία: από ψηλά, από κάτω προς τα πάνω, από μπαλκόνια και ταράτσες, από πλατείες, πεζοδρόμια και παγκάκια. Αποδίδει κτίρια, δρόμους, γέφυρες, τοπόσημα και μνημεία άλλοτε ως καφκικά κι αβάσταχτα τσιμεντένια θηρία κι άλλοτε ως εύπλαστα, δαντελένια κι αέρινα κοσμήματα. Που μορφοποιούνται και σχηματοποιούνται στη βάση της προσωπικής διάθεσης και της ψυχολογίας του ανθρώπου εντός τους και δίπλα τους.
«Λέγεται ότι ο Τζόις ισχυρίστηκε πως αν ποτέ το Δουβλίνο καταστρεφόταν, θα μπορούσε να ξαναχτιστεί ολόιδιο τούβλο προς τούβλο με βάση τον Οδυσσέα του. Επιτρέψτε μου να αναρωτηθώ ποια πόλη θα μπορούσε άραγε να χτιστεί από τις σελίδες του “Intra Muros”. Αν προσέξει κανείς την εικονογράφηση, θα δει ότι εμφανίζονται άλλοτε λεπτομέρειες της γειτονιάς των Εξαρχείων και άλλοτε του Πύργου Αθηνών στου Γουδή, εκεί όπου μέναμε για χρόνια ο Πέτρος κι εγώ αντιστοίχως. Από την άλλη, δεν λείπει ούτε η Μητέρα Θεσσαλονίκη. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, γιατί τη Θεσσαλονίκη λίγο-πολύ την κουβαλάω μέσα μου και δεν μπορώ να της ξεφύγω εύκολα […] Ολες οι πόλεις μοιάζουν σε κάποιο βαθμό, είναι παραλλαγές στο ίδιο θέμα – σ’ αυτό το αόρατο δίκτυο το οποίο επενδύουν το μπετόν και τα τούβλα και τα καλώδια και οι εμπειρίες μας» σημειώνει επιλογικά ο Τάσος Ζαφειριάδης.
Και ακριβώς εδώ έγκειται η πλήρης αντίθεση του «Intra Muros» με την ατυχή και αποϊστορικοποιημένη υπεραπλούστευση του Ελύτη στην, περιέργως κι ανεξήγητα, τόσο δημοφιλή και αναπαραχθείσα φράση του: «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις». Και πού είναι οι εμπειρίες μας; To «Intra Muros» είναι ένα μωσαϊκό από εμπειρίες, ένα ψηφιδωτό φτιαγμένο από πόλεις και όνειρα. Και αχαλίνωτη φαντασία. Τέτοια που ισοπεδώνει κάθε τείχος.